Law (PhD) / Δίκαιο (PhD)
Permanent URI for this collection
Browse
Recent Submissions
- Publication«Η διοικητική προσφυγή κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων στο Ελληνικό και το Κυπριακό Δίκαιο»(Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στην Νομική, 2024-06-06)
;Μηλάκης, Ηρακλής Ε. ;Tsimaras, ConstantinosDetsaridis, ChristosΟι δημόσιες συμβάσεις σε Ελλάδα και Κύπρο αποτελούν σημαντικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Ανάμεσα στους οικονομικούς φορείς και τις αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς, κατά το στάδιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων έργων, παροχής υπηρεσιών και προμήθειας αγαθών, γεννιούνται ποικίλες διαφορές που δημιουργούν την ανάγκη προστασίας και διασφάλισης των συμφερόντων των πρώτων έναντι αυθαιρεσιών των δεύτερων, όταν παραβιάζουν το αντίστοιχο ενωσιακό και εθνικό δίκαιο. Η εν λόγω προστασία δύναται να παρέχεται, κατά τις δικονομικές οδηγίες της Ε.Ε., είτε αμιγώς από δικαστικά όργανα, είτε συνδυαστικά από διοικητικά όργανα – Αρχές και δικαστικά όργανα , κατόπιν επιλογής έκαστου κράτους μέλους το οποίο τυγχάνει δικονομικά αυτόνομο όσον αφορά τα σχετικά μέσα και τους τύπους επίτευξης των ενωσιακών στόχων. Βασικός σκοπός των εν λόγω Οδηγιών είναι η παροχή δυνατότητας άσκησης ταχέων και αποτελεσματικών προσφυγών στις οικείες διαδικασίες από τους οικονομικούς φορείς των κρατών μελών, προς πληρέστερη εφαρμογή των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου δημοσίων συμβάσεων, ήτοι της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας των διαδικασιών, της αναλογικότητας και της προστασίας του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού. Πέραν του δικαστικού ελέγχου της δραστηριότητας της Διοίκησης, έχει αποδειχθεί ότι και η παροχή διοικητικής έννομης προστασίας στα πλαίσια της εκάστοτε έννομης τάξης (και βάσει των μέσων που αυτή παρέχει προς υλοποίηση της), εμφανίζει μια σειρά από πλεονεκτήματα, καθώς λειτουργεί σαν ένα φίλτρο διήθησης των σχετικών υποθέσεων, εξασφαλίζοντας την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ελάφρυνση του δικαστικού φόρτου, εκκαθαρίζει τις διοικητικές υποθέσεις κατά το πραγματικό και νομικό μέρος τους, οδηγεί στον αυτοέλεγχο της ίδιας της Διοίκησης και ενδεχομένως παρέχει αποτελεσματικότερη και πληρέστερη προστασία στους οικονομικούς φορείς με φιλικότερο και λιγότερο τυπικό τρόπο. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος ή εσωτερικός έλεγχος της Διοίκησης, κατά το στάδιο σύναψης δημοσίων συμβάσεων, πραγματώνεται στην Ελλάδα μέσω της άσκησης της προδικαστικής προσφυγής του Ν. 4412/2016 ενώπιον της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ.) και στη Κύπρο μέσω της άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής του Ν. 104(Ι)/2010 ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Επιδιώκεται έτσι, πλήρης νομικός και ουσιαστικός επανέλεγχος των οικείων πράξεων και της εν γένει συμπεριφοράς των αναθετουσών αρχών- αναθετόντων φορέων, ενώπιον ξεχωριστών των αναθετουσών αρχών διοικητικών οργάνων- Αρχών, τα μέλη των οποίων είναι εφοδιασμένα με εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Το νομικό καθεστώς των δύο ανωτέρω διοικητικών προσφυγών προσομοιάζει σήμερα σε αρκετά σημεία, δεδομένου ότι η Ε.Ε. επιδιώκει την εναρμόνιση και τον συντονισμό των επιμέρους εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών στον υπό κρίση τομέα, εμφανίζει όμως και ορισμένες διαφοροποιήσεις, οφειλόμενες σε διάφορες αιτίες, που σχετίζονται και με το διοικητικό δίκαιο των δύο χωρών και εν γένει με τις ιδιομορφίες των εννόμων τάξεων τους. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά τη διαδικασία εξέτασης των προσφυγών από τα αρμόδια διοικητικά όργανα – Αρχές της Ελλάδας και της Κύπρου. Με την παρούσα συγκριτική μελέτη σκοπείται σε πρώτο στάδιο η ανάλυση του νομικού καθεστώτος των δύο προσφυγών καθώς και της διαδικασίας εξέτασης τους στα αρμόδια όργανα – Αρχές έκαστης χώρας, δια της σχετικής νομοθεσίας και της κατάλληλης ερμηνείας της, της νομολογίας (διοικητικής και μη) και της συναφούς θεωρίας (με δογματικό τρόπο), προς απόκτηση βασικής γνώσης ανάμεσα στα αντικείμενα. Σε δεύτερο στάδιο επιχειρείται η συνθετική – κριτική προσέγγιση των συγκρινόμενων αντικειμένων με την κατάδειξη ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ τους, την αξιολόγηση τους, τη διατύπωση δικονομικών προβληματισμών και την προβολή σχετικών ελλειμάτων τους κατά την άποψη του γράφοντος, την ανάδειξη των αιτιών τους και την υποβολή προτάσεων βελτίωσης του αντίστοιχου δικαίου και της ερμηνείας του, λαμβάνοντας υπόψη τις λύσεις που υιοθέτησε έκαστη έννομη τάξη. - Publication«Οι έννομες σχέσεις στη Συμμετοχική Χρηματοδότηση (Crowdfunding) στην Κύπρο: Νομικά Ζητήματα και Προκλήσεις στην Ψηφιακή Εποχή»Η διατριβή ερευνάει από νομικής απόψεως το θεσμό της συμμετοχικής χρηματοδότησης μέσω του διαδικτύου, αρχικά υπό το φως του δικαίου των συμβάσεων, αναδεικνύοντας ειδικότερα νομικά ζητήματα και κινδύνους για τους συμμετέχοντες, καταναλωτές και εταιρείες, οι οποίοι βρίσκονται σε αναζήτηση χρηματοδότησης υπό μορφή δωρεάς, προπώλησης, ανταμοιβής και άλλων υβριδικών μορφών, στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου της πώλησης. Ακολούθως, η έρευνα διέρχεται του χρηματοπιστωτικού δικαίου, εξετάζοντας τις σχέσεις των μερών, υπό το πρίσμα του τραπεζικού δικαίου, του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, του δικαίου των συστημάτων πληρωμών και της μεταφοράς κεφαλαίων, διερευνώντας τις νομικές πτυχές των σχέσεων του δημιουργού του έργου με τον χρηματοδότη και την πλατφόρμα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από τις εν λόγω σχέσεις, τις υποχρεώσεις της διαδικτυακής πλατφόρμας, σχετικά με τις πληρωμές, τον δανεισμό και την επένδυση. Παρέχεται καθοδήγηση και νομικές λύσεις επί νομικών ζητημάτων και κινδύνων που εντοπίζονται σε ειδικότερες πτυχές της συμμετοχικής χρηματοδότησης, στο πλαίσιο της συναλλακτικής δράσης των συμμετεχόντων (ιδιώτες, εταιρείες), είτε των ιδίων απευθείας, είτε με βάση σχέση αντιπροσωπείας, με σκοπό την πρόταση μιας αποτελεσματικότερης και ενιαίας ρύθμισης, με αναφορά στο κυπριακό και το ευρωπαϊκό δίκαιο.
- Publication«Αναγκαστική Απαλλοτρίωση, ο περιορισμός στην Ατομική Ιδιοκτησία»(Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στο Δίκαιο, 2024-03-08)
;Βλάχος, Γεώργιος Θ. ;Κουλούρης, Νικόλαος ;Τσιμάρας, ΚωνσταντίνοςΣτυλιανίδης, ΕυρυπίδηςΑναγκαστική Απαλλοτρίωση. Ο λόγος που οδήγησε τον γράφοντα στη Νομική Επιστήμη, στα 33 του έτη. Έχοντας μελετήσει το έργο του Κ. Χορομίδη « Το Δίκαιο της Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης» και έχοντας θητεύσει δίπλα σε έναν μάχιμο δικηγόρο που για περισσότερα από 40 έτη αντιδικούσε με το Ελληνικό Δημόσιο προς υπεράσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων των πολιτών, το έργο αυτό έρχεται να αναδείξει τις παθογένειες του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων με την ελπίδα να γίνει η αφορμή για γενναίες αλλαγές που θα αντιστρέψουν το πνεύμα αδικίας. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί το μέσο εκείνο που δίνει το δικαίωμα στο κράτος να περιορίσει το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας έναντι του Δημοσίου συμφέροντος. Μέσω του άρθρου 17 του Συντάγματος, ορίζεται η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και το δικαίωμα του κράτους να προχωρά σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Ο νόμος 2882/2001 αποτελεί το ειδικότερο νομοθέτημα μέσω του οποίου ο κοινός νομοθέτης έχει ορίσει την διαδικασία μέσω της οποίας κηρύσσεται και συντελείτε η αναγκαστική απαλλοτρίωση. Μετά από εικοσαετή ενασχόληση με το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ένεκα απαλλοτριώσεων για μεγάλα Δημόσια έργα ( Ολυμπία Οδός, Τρένο, ΔΕΗ κλπ), μέσω της παρούσας διδακτορικής διατριβής, ο γράφοντας σκοπεύει να αναδείξει τις παθογένειες και τις αδικίες του συγκεκριμένου νομοθετήματος, αλλά και των Ελληνικών πολιτικών Δικαστηρίων των οποίων οι αποφάσεις έχουν κριθεί κατ’ επανάληψη από το ΕΔΔΑ, όσον αφορά την εσφαλμένη ερμηνεία όσον αφορά την απόδοση της πλήρους αποζημίωσης ενός άπαλλοτριωθέντος ακινήτου. Αρχικά, γίνεται παρουσίαση της έννοιας της ιδιοκτησίαςκαι της απαλλοτρίωσης αλλά και των σχετικών όρων που προσομοιάζουν με αυτή αλλά δεν είναι. Ακολούθως γίνεται παρουσίαση και ανάλυση της αντιμετώπισης της απαλλοτρίωσης όπως την αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο σε σχέση με διαφορές που δημιουργήθηκαν από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που έγιναν από κράτη εις βάρος μεγάλων ιδιωτικών εταιριών λόγω της αλλαγής του καθεστώτος που κυβερνούσε την εκάστοτε χώρα. Ακολούθως, παρουσιάζεται η νομολογία του ΕΔΔΑ όσον αφορά την προστασία της ιδιοκτησίας ως ανθρώπινο δικαίωμα. Περαιτέρω αναπτύσσεται η έννοια της πλήρους αποζημίωσης τόσο σε διεθνές και εθνικό επίπεδο αφού αυτή αποτελεί την κυριότερη πράξη ανταπόδοσης εις βάρος του καθ’ ου η απαλλοτρίωση. Συνεχίζοντας γίνεται μεθοδολογική ερμηνεία του άρθρου 17 του Συντάγματος που σχετίζεται με την συνταγματική ρύθμιση περί της Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης. Το επόμενο ζήτημα που ασχολείται είναι η σχέση του χρόνου όσον αφορά τον καθορισμό της αποζημίωσης. Ο καθορισμός της οριστικής τιμής μονάδας στηρίζεται στον χρόνο που δικάζει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο γεγονός το οποίο έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα κάτι που απασχόλησε και το ΕΔΔΑ. Ακολούθως παρουσιάζεται η αρχή non refermatio in pejus στο δίκαιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Το επόμενο κρίσιμο ζήτημα σχετίζεται με τον ν. 653/1977, ο Έλληνας νομοθέτης εισάγαγε ένα αμάχητο τεκμήριο ωφελείας βάση του οποίου, όταν γινόταν ένας δρόμος οι παρόδιοι ιδιοκτήτες στερούνταν την ιδιοκτησία τους χωρίς να λάβουν αποζημίωση, εφόσον σε αυτούς απέμενε έκταση καθώς αυτή αποκτούσε υπεραξία που κάλυπτε την αξία της αποζημίωσης. Το τεκμήριο αυτό δεν δεχόταν αμφισβήτησης. Το ΕΔΔΑ με δύο αποφάσεις του ανέτρεψε το τεκμήριο αυτό, καθώς έκρινε ότι παραβιάζει το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου. Το 2001 η Ελλάδα προχώρησε σε τροποποίηση του νόμου και κατέστησε το τεκμήριο αυτό μαχητό, προβλέποντας μια περίπλοκη και κοστοβόρο διαδικασία σε βάρος αυτού που βαρύνεται με απαλλοτρίωση και ελεκτέο μόνο σε δεύτερο βαθμό από το δικάζον Εφετείο. Κατά την άποψη του γράφοντος το τεκμήριο αυτό είναι αντισυνταγματικό καθώς θίγει τόσο προστατευόμεναδικαιώματα από την ΕΣΔΑ αλλά και το Σύνταγμα. Περαιτέρω το ΕΔΔΑ με άλλη απόφαση του έκρινε ότι η δίκη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης πρέπει να είναι ενιαία και να κρίνονται όλα τα ζητήματα από τον πρώτο βαθμό. Τέλος, γίνεται ανάλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την αναγνώριση δικαιούχων σε αναγκαστική απαλλοτρίωση όταν το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει δικαιώματα επί του απαλλοτριούμενου ακινήτου, μετά την αντίστοιχη θέση του Αρείου Πάγου περί θεώρησης της διαφοράς ως εμπραγμάτου και όχι ως ενοχικής. - PublicationΟικονομική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση : Η περίπτωση της Ελλάδας : Οικονομική Κρίση ή κρίση του δημοκρατικού πολιτεύματος και των δημοκρατικών θεσμών; Η «παραβίαση» των κοινωνικών δικαιωμάτων.(Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στην Νομική, 2024-02-28)
;Σταύρου, Νίκος Γ. ;Τσιμάρας, ΚωνσταντίνοςΜαυρομούστακου, Αγγελική- Ήβη - PublicationΗ ειδική και εμπεριστατώμενη αιτιολογία των βουλευμάτων και των Δικαστικών αποφάσεων(Σχολή Νομικής : PHD Νομικής, 2024-03-08)
;Μπόκολα, Μαρία Δ. ;Satlanis, ChristosGeorge ChloupisΗ ανάγκη αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και βουλευμάτων αποτελεί στοιχείο απονομής δικαιοσύνης και ανάγκη ορθότητας αυτής. Η ύπαρξή της, αποτελεί αρχή Κράτους Δικαίου, την οποία έχουν εντάξει σε συνταγματικά κείμενα όλα τα δημοκρατικά κράτη,θέλοντας να αναδείξουν την αναγκαιότητά της. Όμως παρόλο που αυτό θεωρείται κάτι αυτονόητο στις ποινικές αποφάσεις δεν είναι τόσο απλό. Από το 1960 μέχρι σήμερα δεκάδες άρθρα έχουν γραφεί και εναντίον χιλιάδων βουλευμάτων και αποφάσεων έχουν ασκηθεί εφέσεις και αναιρέσεις εναντίον τους για ελλιπή αιτιολογία. Τα κύρια χαρακτηριστικά της έλλειψης,στηρίζονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και παράθεση των πραγματικών περιστατικών,αλλά και των στοιχείων απόδειξης,που θεμελιώνουν την ουσία βάσιμο αυτών. Βάση του πλαισίου αυτού, η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει σκοπό να παρουσιάσει την ορθή και πλήρη αιτιολογία, που θα πρέπει να έχει μια δικαστική απόφαση ανάλογα με το ζήτημα το οποίο δικάζει. Η μελέτη ξεκινά με την παρουσίαση και ανάλυση του δικαιολογητικού σκοπού της αιτιολογίας των αποφάσεων και τις πτυχές,που παρουσιάζει αυτή. Ακολούθως αναφέρεται στις συνέπειες έλλειψης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και των βουλευμάτων. Η έλλειψη της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και βουλευμάτων πέραν των λοιπών,αποτελεί και είδος παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Έτσι παρουσιάζονται οι βασικές παραδοχές της νομολογίας του ΕΔΔΑ που αφορά το ζήτημα. Ακολούθως ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αυτής αναλύει τις περιπτώσεις έλλειψης των παραπεμπτικών βουλευμάτων, τη θέση που έχει αναπτύξει μέσω της νομολογία ο Άρειος Πάγος και την ασκηθείσα κριτική,που έχει γίνει από τους θεωρητικούς. Περαιτέρω, στα επόμενα τρία κεφάλαια η διατριβή παρουσίασει και αναλύει διεξοδικά την αιτιολογία των αθωωτικών αποφάσεων, την αιτιολογία όσον αφορά τους δικονομικούς κανόνες,που διέπουν μια ποινική δίκη ( βάση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) και την αιτιολόγηση,που πρέπει να έχει κάθε απόφαση με βάση τις διατάξεις του Γενικού και Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Τέλος καταλήγει στα συμπεράσματα,που συγκεντρώθηκαν από την μελέτη αυτή και καταλήγει σε μια πρόταση για νομοθετική παρέμβαση που αφορά την διάταξη του άρθρου 139ΚΠΔ με την εισαγωγή συγκεκριμένων στοιχείων και ορισμού της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης.