Law (PhD) / Δίκαιο (PhD)

Permanent URI for this collection

Browse

Recent Submissions

Now showing 1 - 5 of 9
  • Publication
    Τίτλος: «Το έγκλημα του εκφοβισμού (bullying) στους ανήλικους από ποινική και εγκληματολογική άποψη. Συγκριτική έρευνα με αφετηρία το Κυπριακό Δίκαιο».
    (Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στην Νομική, 2024-10-17)
    Λουκάτζιης, Αντρέας
    ;
    Σατλάνης, Χρήστος
    Το φαινόμενο του εκφοβισμού ανηλίκων έχει συγκεντρώσει τα βλέμματα της επιστημονικής κοινότητας, της ποινικής δικαιοσύνης, των εγκληματολόγων ερευνητών και της πολιτείας γενικότερα τα τελευταία χρόνια. Η παρούσα διατριβή στοχεύει να εξετάσει το φαινόμενο του εκφοβισμού ανηλίκων από ποινική και εγκληματολογική σκοπιά, με ιδιαίτερη έμφαση στο νομικό πλαίσιο στην Κύπρο. Η διατριβή χρησιμοποιεί ένα συγκριτικό ερευνητικό σχέδιο, στο οποίο συγκρίνονται οι νόμοι και οι πρακτικές που ακολουθούνται και σχετίζονται με τον εκφοβισμό ανηλίκων στην Κύπρο σε συνάρτησή με αυτές των άλλων χωρών που επιλέχθηκαν. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η μελέτη συνδυάζει την βιβλιογραφική ανασκόπηση που αφορά στο θέμα του εκφοβισμού σε συνδυασμό με τη συγκριτική έρευνα μεταξύ του Κυπριακού δικαίου και των ξένων νομικών συστημάτων. Εξετάζοντας τα νομικά πλαίσια και τις προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του εκφοβισμού σε διάφορες χώρες, αυτή η μελέτη στοχεύει στον εντοπισμό βέλτιστων πρακτικών και πιθανών λύσεων για την αντιμετώπιση αυτού του πολύπλοκου και πολύπλευρου προβλήματος. Η διατριβή εμβαθύνει στον περίπλοκο τομέα του εκφοβισμού ως κοινωνικού φαινομένου και ως ποινικού αδικήματος στο νομικό πλαίσιο της Κύπρου. Συγκεκριμένα, στοχεύει στην εις βάθος μελέτη και ανάλυση της υφιστάμενης Κυπριακής Νομοθεσίας σχετικά με τον Εκφοβισμό και τον εντοπισμό πιθανών κενών και ελλείψεων μέσα από μια ολοκληρωμένη ανάλυση που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ποινικές και συγκριτικές τεχνικές ανάλυσης και παράθεσης γεγονότων. Αναλύοντας σχολαστικά τις νομικές διατάξεις, εξετάζοντας τις εγκληματολογικές πτυχές και αντιπαραβάλλοντάς τες με ξένα Νομικά Συστήματα, η παρούσα έρευνα επιχειρεί να ευαισθητοποιήσει και να συμβάλει στην ενίσχυση του Νομικού μηχανισμού που αφορά τον εκφοβισμό. Η διατριβή σκόπιμα επιλέγει να ασχοληθεί με τον Εκφοβισμό που αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ανηλίκων λόγω της ευρύτητας του θέματος . Ο Εκφοβισμός από μόνος του ως ορισμός αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο έχει μια ευρεία έννοια η οποία εμπερικλείει πολλές ηλικιακές ομάδες, κοινωνικά στρώματα και άλλους επιμέρους παράγοντες και γι’ αυτό τον λόγο δεν θα ήταν δυνατόν σε μία και μόνο διατριβή να περιληφθούν όλοι οι παράμετροι και οι ηλικιακές ομάδες που τον συνθέτουν. Ο Εκφοβισμός είναι ένα διάχυτο πρόβλημα που επηρεάζει παιδιά και εφήβους σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενη, σκόπιμη επιθετική συμπεριφορά που απευθύνεται σε συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα ατόμων. Ο εκφοβισμός μπορεί να λάβει πολλές μορφές, συμπεριλαμβανομένου του σωματικού, λεκτικού και διαδικτυακού εκφοβισμού, και μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες τόσο για το θύμα όσο και για τον δράστη. Τα θύματα εκφοβισμού μπορεί να υποστούν σωματικούς τραυματισμούς, καθώς και ψυχολογική και συναισθηματική βλάβη. Επίσης μπορεί να υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη και άγχος και μπορεί να είναι πιο εύκολο να συμμετάσχουν σε επικίνδυνες συνήθεις όπως για παράδειγμα την χρήση ουσιών. Οι εκφοβιστές, από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε εγκληματική συμπεριφορά και να αντιμετωπίσουν προβλήματα με το νόμο στο μέλλον. Δεδομένων των σοβαρών συνεπειών του εκφοβισμού, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς αντιμετωπίζεται από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Στην Κύπρο, το έγκλημα του εκφοβισμού ανηλίκων δεν αντιμετωπίζεται άμεσα μέσω κάποιου εξειδικευμένου Νόμου αλλά έμμεσα μέσω άλλων ποινικών αδικημάτων που συγκαταλέγουν εκφοβιστικές συμπεριφορές. Στο σύνολο της διατριβής αναλύεται διεξοδικά ο κάθε Νόμος που μπορεί να παρέχει προστασία από εκφοβιστικές συμπεριφορές στην Κύπρο και εντοπίζονται κενά στον βαθμό προστασίας που μπορεί να παρέχει το Νομοθετικό σύστημα. Σημαντική παράμετρος της διατριβής αφορά στην ανάλυση του υπό ψήφιση Νόμου κατά εκφοβιστικών συμπεριφορών στην Κύπρο που αφορά αποκλειστικά στους ανηλίκους. Ο εν λόγω Νόμος αντιπαραβάλλεται με αυτούς που ισχύουν σε άλλες δικαιοδοσίες και εντοπίζονται πιθανά κενά και προτείνονται Νομοθετικές προτάσεις με βέλτιστες πρακτικές από την εκάστοτε χώρα. Ακολουθώντας πιστά το μεθοδολογικό πλάνο, η διατριβή καταλήγει μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα της άμεσης ανάγκης για ανέγερση υποδομών κατάλληλων για αναμόρφωση και επιμόρφωση ανηλίκων αλλά και κατάλληλων εγκαταστάσεων για διεξαγωγή Δικαστικών διαδικασιών. Το συγκεκριμένο ζήτημα καταλήγουμε ότι είναι τόσο αυξημένης σοβαρότητας που αν δεν επιλυθεί πρώτιστα, θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο το Νομοθετικό σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων και συνεπακόλουθα μειώνει δραματικά την προστασία που παρέχει η Κύπρος σε περιπτώσεις εκφοβιστικών συμπεριφορών. Επιπλέον, ελλείψεις εντοπίζονται στην Πειθαρχική, στην Νομοθετική και στην Δικαστική αντιμετώπιση του εκφοβισμού που αν και όχι τόσο εκτεταμένες δύναται να επηρεάζουν την προστασία του Νομοθετικού συστήματος. Με την κριτική και τις εισηγήσεις που παραθέτονται δίνεται η δυνατότητα εκτός από χρήσιμα συμπεράσματα να χρησιμοποιηθούν και ως προτάσεις για ουσιαστική βελτίωση των κενών και των αναγκών που εντοπίζονται. Η καινοτομία της παρούσας έρευνας χαρακτηρίζεται και από τις συγκεκριμένες προτάσεις που κατατίθενται στην διατριβή συμπεριλαμβάνοντας τις βέλτιστες πρακτικές που εντοπίστηκαν από την κάθε χώρα και χρησιμοποιήθηκαν για να αυξήσουν τον βαθμό προστασίας από εκφοβιστικές συμπεριφορές. Η διατριβή όμως δεν αρκείται στο να αναφέρει απλά αυτές τις πρακτικές αλλά στο να προτείνει συγκεκριμένες τροποποιήσεις και εισαγωγές νέων Νομοθεσιών που να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες της Κυπριακής κοινωνίας. Επίσης παρουσιάζει συγκεκριμένες προτάσεις για ανέγερση υποδομών που θα βοηθήσουν στην προστασία από εκφοβιστικές συμπεριφορές αλλά και προτείνει συγκεκριμένες πρόνοιες που πρέπει να πληρούν, όπως για παράδειγμα τον τρόπο λειτουργίας, το εξειδικευμένο προσωπικό που πρέπει να κατέχουν αλλά και τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτυγχάνουν. Τέλος η διατριβή προτείνει ποινές και διαδικασίες που αφορούν στην καταλληλότερη απονομή της δικαιοσύνης, στην λιγότερο επαχθή διαδικασία και στην επιμόρφωση των ανηλίκων. Η διατριβή παρά τον καθορισμό της θεματολογίας της αυστηρά στην ποινική και εγκληματολογική υφή του εκφοβισμού ανηλίκων, δεν παραγνωρίζει σε κανένα σημείο της ότι οι ανήλικοι είναι μια ιδιαίτερη ηλικιακή ομάδα που θα πρέπει να αποφεύγεται στον βαθμό του δυνατού η εμπλοκή της με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και συνεπακόλουθα στις ποινές που μπορεί αυτό να επιφέρει.
  • Publication
    «Εγκλήματα κατά ανηλίκων στο διαδίκτυο: Oι αδυναμίες και οι προκλήσεις του κυπριακού νομικού συστήματος»
    (Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στο Δίκαιο, 2024)
    Φάουζι, Λίντα
    ;
    Η παρούσα ερευνητική πρόταση εντάσσεται στο ευρύτερο νομικό πλαίσιο των εγκλημάτων που διαπράττονται στον χώρο του διαδικτύου, σε σχέση με τους ανήλικους. Αν και τα εγκλήματα του κυβερνοχώρου απασχολούν συχνά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κοινή γνώμη, το νομικό σύστημα χρήζει αναπροσαρμογής και εκσυγχρονισμού, με τρόπο που να το καθιστά ασφαλές προς τους χρηστές και δη τους ανηλίκους χρήστες. Το έγκλημα στο διαδίκτυο συνιστά ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο πεδίο έρευνας με καθημερινές αλλαγές και νέα δεδομένα. Η μελέτη εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον νομιμοποιητικό λόγο της ιδιαίτερης προστασίας του ανηλίκου στο διαδίκτυο, ενδεχόμενες πλημμέλειες της εθνικής νομοθεσίας και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας σε σχέση με τα πραγματικά εξελισσόμενα γεγονότα και τα αναδυόμενα φαινόμενα. Η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο να εξετάσει την ικανότητα του δικαιϊκού χώρου να προστατεύσει τον ανήλικο από το συνεχές εξελισσόμενο έγκλημα του διαδικτύου και την οριοθέτηση της εν λόγω προστασίας. Ως εκ τούτου η μελέτη καταπιάνεται με την αξιολόγηση - κριτική της εθνικής νομοθεσίας και την ικανότητά της να προστατεύει τον ανήλικο από τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο διαδίκτυο. Θα γίνει μια εκτενής βιβλιογραφική έρευνα για να αποτελεί η παρούσα διδακτορική διατριβή αντικείμενο μελέτης και αναφοράς στον ακαδημαϊκό και επιστημονικό χώρο της νομικής επιστήμης.
  • Publication
    «Η διοικητική προσφυγή κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων στο Ελληνικό και το Κυπριακό Δίκαιο»
    (Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στην Νομική, 2024-06-06)
    Μηλάκης, Ηρακλής Ε.
    ;
    Tsimaras, Constantinos
    ;
    Detsaridis, Christos
    Οι δημόσιες συμβάσεις σε Ελλάδα και Κύπρο αποτελούν σημαντικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Ανάμεσα στους οικονομικούς φορείς και τις αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς, κατά το στάδιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων έργων, παροχής υπηρεσιών και προμήθειας αγαθών, γεννιούνται ποικίλες διαφορές που δημιουργούν την ανάγκη προστασίας και διασφάλισης των συμφερόντων των πρώτων έναντι αυθαιρεσιών των δεύτερων, όταν παραβιάζουν το αντίστοιχο ενωσιακό και εθνικό δίκαιο. Η εν λόγω προστασία δύναται να παρέχεται, κατά τις δικονομικές οδηγίες της Ε.Ε., είτε αμιγώς από δικαστικά όργανα, είτε συνδυαστικά από διοικητικά όργανα – Αρχές και δικαστικά όργανα , κατόπιν επιλογής έκαστου κράτους μέλους το οποίο τυγχάνει δικονομικά αυτόνομο όσον αφορά τα σχετικά μέσα και τους τύπους επίτευξης των ενωσιακών στόχων. Βασικός σκοπός των εν λόγω Οδηγιών είναι η παροχή δυνατότητας άσκησης ταχέων και αποτελεσματικών προσφυγών στις οικείες διαδικασίες από τους οικονομικούς φορείς των κρατών μελών, προς πληρέστερη εφαρμογή των γενικών αρχών του ενωσιακού δικαίου δημοσίων συμβάσεων, ήτοι της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας των διαδικασιών, της αναλογικότητας και της προστασίας του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού. Πέραν του δικαστικού ελέγχου της δραστηριότητας της Διοίκησης, έχει αποδειχθεί ότι και η παροχή διοικητικής έννομης προστασίας στα πλαίσια της εκάστοτε έννομης τάξης (και βάσει των μέσων που αυτή παρέχει προς υλοποίηση της), εμφανίζει μια σειρά από πλεονεκτήματα, καθώς λειτουργεί σαν ένα φίλτρο διήθησης των σχετικών υποθέσεων, εξασφαλίζοντας την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και την ελάφρυνση του δικαστικού φόρτου, εκκαθαρίζει τις διοικητικές υποθέσεις κατά το πραγματικό και νομικό μέρος τους, οδηγεί στον αυτοέλεγχο της ίδιας της Διοίκησης και ενδεχομένως παρέχει αποτελεσματικότερη και πληρέστερη προστασία στους οικονομικούς φορείς με φιλικότερο και λιγότερο τυπικό τρόπο. Ο διοικητικός αυτοέλεγχος ή εσωτερικός έλεγχος της Διοίκησης, κατά το στάδιο σύναψης δημοσίων συμβάσεων, πραγματώνεται στην Ελλάδα μέσω της άσκησης της προδικαστικής προσφυγής του Ν. 4412/2016 ενώπιον της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ.) και στη Κύπρο μέσω της άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής του Ν. 104(Ι)/2010 ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Επιδιώκεται έτσι, πλήρης νομικός και ουσιαστικός επανέλεγχος των οικείων πράξεων και της εν γένει συμπεριφοράς των αναθετουσών αρχών- αναθετόντων φορέων, ενώπιον ξεχωριστών των αναθετουσών αρχών διοικητικών οργάνων- Αρχών, τα μέλη των οποίων είναι εφοδιασμένα με εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Το νομικό καθεστώς των δύο ανωτέρω διοικητικών προσφυγών προσομοιάζει σήμερα σε αρκετά σημεία, δεδομένου ότι η Ε.Ε. επιδιώκει την εναρμόνιση και τον συντονισμό των επιμέρους εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών στον υπό κρίση τομέα, εμφανίζει όμως και ορισμένες διαφοροποιήσεις, οφειλόμενες σε διάφορες αιτίες, που σχετίζονται και με το διοικητικό δίκαιο των δύο χωρών και εν γένει με τις ιδιομορφίες των εννόμων τάξεων τους. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά τη διαδικασία εξέτασης των προσφυγών από τα αρμόδια διοικητικά όργανα – Αρχές της Ελλάδας και της Κύπρου. Με την παρούσα συγκριτική μελέτη σκοπείται σε πρώτο στάδιο η ανάλυση του νομικού καθεστώτος των δύο προσφυγών καθώς και της διαδικασίας εξέτασης τους στα αρμόδια όργανα – Αρχές έκαστης χώρας, δια της σχετικής νομοθεσίας και της κατάλληλης ερμηνείας της, της νομολογίας (διοικητικής και μη) και της συναφούς θεωρίας (με δογματικό τρόπο), προς απόκτηση βασικής γνώσης ανάμεσα στα αντικείμενα. Σε δεύτερο στάδιο επιχειρείται η συνθετική – κριτική προσέγγιση των συγκρινόμενων αντικειμένων με την κατάδειξη ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ τους, την αξιολόγηση τους, τη διατύπωση δικονομικών προβληματισμών και την προβολή σχετικών ελλειμάτων τους κατά την άποψη του γράφοντος, την ανάδειξη των αιτιών τους και την υποβολή προτάσεων βελτίωσης του αντίστοιχου δικαίου και της ερμηνείας του, λαμβάνοντας υπόψη τις λύσεις που υιοθέτησε έκαστη έννομη τάξη.
  • Publication
    «Οι έννομες σχέσεις στη Συμμετοχική Χρηματοδότηση (Crowdfunding) στην Κύπρο: Νομικά Ζητήματα και Προκλήσεις στην Ψηφιακή Εποχή»
    (Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στο Δίκαιο, 2024-03-01)
    Καρλετίδη, Έλενα- Νίκη
    ;
    Η διατριβή ερευνάει από νομικής απόψεως το θεσμό της συμμετοχικής χρηματοδότησης μέσω του διαδικτύου, αρχικά υπό το φως του δικαίου των συμβάσεων, αναδεικνύοντας ειδικότερα νομικά ζητήματα και κινδύνους για τους συμμετέχοντες, καταναλωτές και εταιρείες, οι οποίοι βρίσκονται σε αναζήτηση χρηματοδότησης υπό μορφή δωρεάς, προπώλησης, ανταμοιβής και άλλων υβριδικών μορφών, στο πλαίσιο του δικαίου των συμβάσεων και του δικαίου της πώλησης. Ακολούθως, η έρευνα διέρχεται του χρηματοπιστωτικού δικαίου, εξετάζοντας τις σχέσεις των μερών, υπό το πρίσμα του τραπεζικού δικαίου, του δικαίου της κεφαλαιαγοράς, του δικαίου των συστημάτων πληρωμών και της μεταφοράς κεφαλαίων, διερευνώντας τις νομικές πτυχές των σχέσεων του δημιουργού του έργου με τον χρηματοδότη και την πλατφόρμα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από τις εν λόγω σχέσεις, τις υποχρεώσεις της διαδικτυακής πλατφόρμας, σχετικά με τις πληρωμές, τον δανεισμό και την επένδυση. Παρέχεται καθοδήγηση και νομικές λύσεις επί νομικών ζητημάτων και κινδύνων που εντοπίζονται σε ειδικότερες πτυχές της συμμετοχικής χρηματοδότησης, στο πλαίσιο της συναλλακτικής δράσης των συμμετεχόντων (ιδιώτες, εταιρείες), είτε των ιδίων απευθείας, είτε με βάση σχέση αντιπροσωπείας, με σκοπό την πρόταση μιας αποτελεσματικότερης και ενιαίας ρύθμισης, με αναφορά στο κυπριακό και το ευρωπαϊκό δίκαιο.
  • Publication
    «Αναγκαστική Απαλλοτρίωση, ο περιορισμός στην Ατομική Ιδιοκτησία»
    (Σχολή Νομικής : Διδακτορικό στο Δίκαιο, 2024-03-08)
    Βλάχος, Γεώργιος Θ.
    ;
    Κουλούρης, Νικόλαος
    ;
    Τσιμάρας, Κωνσταντίνος
    ;
    Στυλιανίδης, Ευρυπίδης
    Αναγκαστική Απαλλοτρίωση. Ο λόγος που οδήγησε τον γράφοντα στη Νομική Επιστήμη, στα 33 του έτη. Έχοντας μελετήσει το έργο του Κ. Χορομίδη « Το Δίκαιο της Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης» και έχοντας θητεύσει δίπλα σε έναν μάχιμο δικηγόρο που για περισσότερα από 40 έτη αντιδικούσε με το Ελληνικό Δημόσιο προς υπεράσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων των πολιτών, το έργο αυτό έρχεται να αναδείξει τις παθογένειες του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων με την ελπίδα να γίνει η αφορμή για γενναίες αλλαγές που θα αντιστρέψουν το πνεύμα αδικίας. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί το μέσο εκείνο που δίνει το δικαίωμα στο κράτος να περιορίσει το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας έναντι του Δημοσίου συμφέροντος. Μέσω του άρθρου 17 του Συντάγματος, ορίζεται η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και το δικαίωμα του κράτους να προχωρά σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Ο νόμος 2882/2001 αποτελεί το ειδικότερο νομοθέτημα μέσω του οποίου ο κοινός νομοθέτης έχει ορίσει την διαδικασία μέσω της οποίας κηρύσσεται και συντελείτε η αναγκαστική απαλλοτρίωση. Μετά από εικοσαετή ενασχόληση με το δίκαιο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ένεκα απαλλοτριώσεων για μεγάλα Δημόσια έργα ( Ολυμπία Οδός, Τρένο, ΔΕΗ κλπ), μέσω της παρούσας διδακτορικής διατριβής, ο γράφοντας σκοπεύει να αναδείξει τις παθογένειες και τις αδικίες του συγκεκριμένου νομοθετήματος, αλλά και των Ελληνικών πολιτικών Δικαστηρίων των οποίων οι αποφάσεις έχουν κριθεί κατ’ επανάληψη από το ΕΔΔΑ, όσον αφορά την εσφαλμένη ερμηνεία όσον αφορά την απόδοση της πλήρους αποζημίωσης ενός άπαλλοτριωθέντος ακινήτου. Αρχικά, γίνεται παρουσίαση της έννοιας της ιδιοκτησίαςκαι της απαλλοτρίωσης αλλά και των σχετικών όρων που προσομοιάζουν με αυτή αλλά δεν είναι. Ακολούθως γίνεται παρουσίαση και ανάλυση της αντιμετώπισης της απαλλοτρίωσης όπως την αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο σε σχέση με διαφορές που δημιουργήθηκαν από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που έγιναν από κράτη εις βάρος μεγάλων ιδιωτικών εταιριών λόγω της αλλαγής του καθεστώτος που κυβερνούσε την εκάστοτε χώρα. Ακολούθως, παρουσιάζεται η νομολογία του ΕΔΔΑ όσον αφορά την προστασία της ιδιοκτησίας ως ανθρώπινο δικαίωμα. Περαιτέρω αναπτύσσεται η έννοια της πλήρους αποζημίωσης τόσο σε διεθνές και εθνικό επίπεδο αφού αυτή αποτελεί την κυριότερη πράξη ανταπόδοσης εις βάρος του καθ’ ου η απαλλοτρίωση. Συνεχίζοντας γίνεται μεθοδολογική ερμηνεία του άρθρου 17 του Συντάγματος που σχετίζεται με την συνταγματική ρύθμιση περί της Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης. Το επόμενο ζήτημα που ασχολείται είναι η σχέση του χρόνου όσον αφορά τον καθορισμό της αποζημίωσης. Ο καθορισμός της οριστικής τιμής μονάδας στηρίζεται στον χρόνο που δικάζει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο γεγονός το οποίο έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα κάτι που απασχόλησε και το ΕΔΔΑ. Ακολούθως παρουσιάζεται η αρχή non refermatio in pejus στο δίκαιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Το επόμενο κρίσιμο ζήτημα σχετίζεται με τον ν. 653/1977, ο Έλληνας νομοθέτης εισάγαγε ένα αμάχητο τεκμήριο ωφελείας βάση του οποίου, όταν γινόταν ένας δρόμος οι παρόδιοι ιδιοκτήτες στερούνταν την ιδιοκτησία τους χωρίς να λάβουν αποζημίωση, εφόσον σε αυτούς απέμενε έκταση καθώς αυτή αποκτούσε υπεραξία που κάλυπτε την αξία της αποζημίωσης. Το τεκμήριο αυτό δεν δεχόταν αμφισβήτησης. Το ΕΔΔΑ με δύο αποφάσεις του ανέτρεψε το τεκμήριο αυτό, καθώς έκρινε ότι παραβιάζει το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου. Το 2001 η Ελλάδα προχώρησε σε τροποποίηση του νόμου και κατέστησε το τεκμήριο αυτό μαχητό, προβλέποντας μια περίπλοκη και κοστοβόρο διαδικασία σε βάρος αυτού που βαρύνεται με απαλλοτρίωση και ελεκτέο μόνο σε δεύτερο βαθμό από το δικάζον Εφετείο. Κατά την άποψη του γράφοντος το τεκμήριο αυτό είναι αντισυνταγματικό καθώς θίγει τόσο προστατευόμεναδικαιώματα από την ΕΣΔΑ αλλά και το Σύνταγμα. Περαιτέρω το ΕΔΔΑ με άλλη απόφαση του έκρινε ότι η δίκη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης πρέπει να είναι ενιαία και να κρίνονται όλα τα ζητήματα από τον πρώτο βαθμό. Τέλος, γίνεται ανάλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την αναγνώριση δικαιούχων σε αναγκαστική απαλλοτρίωση όταν το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει δικαιώματα επί του απαλλοτριούμενου ακινήτου, μετά την αντίστοιχη θέση του Αρείου Πάγου περί θεώρησης της διαφοράς ως εμπραγμάτου και όχι ως ενοχικής.