International Commercial Law (LLM) / Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (LLM)
Permanent URI for this collection
Browse
Browsing International Commercial Law (LLM) / Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (LLM) by Author "Μάρκου, Χριστιάνα"
Now showing 1 - 4 of 4
Results Per Page
Sort Options
- Publication‘‘ Η κυπριακή προσέγγιση της ελεύθερης κυκλοφορίας προϊόντων κανναβιδιόλης και το ενωσιακό δίκαιο’’(Σχολή Νομικής : Μεταπτυχιακό Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο, 2022-11)
;Αρέστη, ΠάμελαΜάρκου, ΧριστιάναO κύριος σκοπός της έρευνας είναι να εξετάσει αρχικά το κυπριακό νομικό καθεστώς σε σχέση με τα προϊόντα κανναβιδιόλης και δευτερευόντως τη συμμόρφωση του με το ενωσιακό δίκαιο. Γίνεται αναφορά στο σχετικό νομικό πλαίσιο τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σκοπός είναι να διαχωριστεί η νομοθεσία που είναι σχετική με την κανναβιδιόλη προκειμένου να αναδειχθεί το αν τελικά είναι επιτρεπτό ή όχι το εμπόριο των προϊόντων κανναβιδιόλης. Μέσα από την έρευνα στην κυπριακή και ενωσιακή νομοθεσία εξετάζεται αν η κανναβιδιόλη αποτελεί είτε ναρκωτικό, είτε φάρμακο είτε τρόφιμο, και αν τα προϊόντα που περιέχουν αυτήν την ουσία μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα. Ένα προϊόν για να μπορέσει να κυκλοφορήσει ελεύθερα θα πρέπει να μην ανήκει στην κατηγορία των ναρκωτικών. Η κανναβιδιόλη δεν θεωρείται ούτε σε ενωσιακό αλλά ούτε και σε κυπριακό επίπεδο ως ψυχοτρόπως ουσία. Επίσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φάρμακο εφόσον ως ουσία δεν τροποποιεί τις συνθήκες του ανθρώπινου οργανισμού. Σε ενωσιακό επίπεδο έχει αναδειχθεί ότι η κανναβιδιόλη μπορεί να θεωρηθεί ως τρόφιμο εφόσον ακολουθούνται οι όροι οι οποίοι καταγράφονται στον κανονισμό 178/2002, ενώ σε κυπριακό επίπεδο οι φαρμακευτικές υπηρεσίες έχουν κατατάξει όλα τα προϊόντα τα οποία φέρουν κανναβιδιόλη στην κατηγορία φαρμάκων, παραβλέποντας τις κατευθύνσεις της Ένωσης. Γενικότερα, τα περισσότερα κράτη μέλη βρίσκονται στο στάδιο που αναδιαμορφώνουν τις εθνικές τους νομοθεσίες προκειμένου να ακολουθήσουν τις κατευθυντήριες γραμμές της Ένωσης. Η Κυπριακή Δημοκρατία φαίνεται να επιβάλει εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά τρόπο καταφατικό, πηγαίνοντας αντίθετα από τα όσα έχει νομολογιακά ξεκαθαρίσει το Δικαστήριο της Ένωσης, εφόσον συνεχίζει να κατατάσσει τα προϊόντα αυτά ως φάρμακα. - PublicationΗ χρησιμότητα του νόμου περι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στην προστασία του κύπριου καταναλωτή μέσα από την επισκόπηση των αποφάσεων της υπηρεσίας προστασίας καταναλωτή(Νομική Σχολή : Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο, 2020-07-31)
;Αθανασιάδου, ΊρμαΜάρκου, ΧριστιάναH διατριβή αποσκοπεί στην ανάδειξη της χρησιμότητας του Νόμου 103(I)/2007 μέσα από τις αποφάσεις της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή στην προστασία του καταναλωτή, παραθέτοντας το νομοθετικό πλαίσιο και εξετάζοντας τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στους τομείς της ακίνητης ιδιοκτησίας, ασφάλισης και επένδυσης, στον τομέα του λιανικού εμπορίου αλλά και του τραπεζικού τομέα, σε συνάρτηση με τη μελέτη για τον έλεγχο καταλληλότητας της κοινοτικής νομοθεσίας για τους καταναλωτές και το μάρκετινγκ (πόρισμα για την Κύπρο) και τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 2005/29. Όπως θα τεκμηριωθεί, το νομοθετικό πλαίσιο, που απαγορεύει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τον κάθε καταναλωτή στην καθημερινότητα του και ενώ διαπιστώνεται πως τα κυπριακά δικαστήρια δεν επιλαμβάνονται διαφορών με αιτητές καταναλωτές στη βάση του Νόμου. Αναμένεται μεγαλύτερη αξιοποίηση στις ένδικες διαδικασίες λόγω της προσθήκης του δικαιώματος της ατομικής αποζημίωσης μέσω της Οδηγίας 2019/2161. - PublicationΟι prosumers ως καταναλωτές ή εμπορευόμενοι στο δίκαιο προστασίας καταναλωτή, κίνδυνοι και σχετικές διατάξεις(Σχολή Νομικής : Μεταπτυχιακό Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο, 2024-06-06)
;Τσίγκη, ΑνδριανήΜάρκου, ΧριστιάναΚύριος σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακή διατριβής είναι η κατανόηση της νομική θέσης των νέων παιχτών της αγοράς, των Prosumers, στα πλαίσια του ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας καταναλωτών. Το ερώτημα που θα απαντηθεί είναι αν τελικά αυτά τα πρόσωπα είναι εμπορευόμενοι ή καταναλωτές όταν δραστηριοποιούνται στο ενωσιακό δίκαιο καταναλωτή, αν είναι επαρκή τα χαρακτηριστικά των δύο ορισμών όπως διατυπώνονται στη δευτερογενή νομοθεσία συναρτήσει της ερμηνείας τους από το ΔΕΕ, ώστε να ξεχωρίσουμε πότε το φυσικό πρόσωπο από καταναλωτής γίνεται εμπορευόμενος. Στο κυρίως μέρος της διατριβής γίνεται μια ανάλυση των ορισμών ‘καταναλωτή’ και ‘εμπορευόμενου’ βάση των οδηγιών και της νομολογίας του ΔΕΕ, με το σκεπτικό ότι αν υπάγονται σε μία από τις δύο κατηγορίες που ήδη αναγνωρίζονται στο υπάρχον δίκαιο προστασίας καταναλωτών, τότε αυτό κρίνεται επαρκές. Μπορεί όλοι οι prosumers να καλύπτονται από τον ένα ή τον άλλο ορισμό ή κάποιες κατηγορίες prosumers να καλύπτονται από την νομική προστασία του ενός και άλλες κατηγορίες από του άλλου ορισμού. Ακολούθως απαντάται το ερώτημα αν είναι καταναλωτές ή εμπορευόμενοι. Τέλος αναφέρονται κάποιοι κίνδυνοι ή προβλήματα που εντοπίζονται στη δραστηριότητα του ερευνώμενου υποκειμένου και με αναφορά σε ειδική υπάρχουσα ενωσιακή νομοθεσία. - PublicationΤο άλυτο ζήτημα της εμπορευσιμότητας των προσωπικών δεδομένων στην επιγραμμική κοινωνία(Σχολή Νομικής : Μεταπτυχιακό Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο, 2022-02)
;Ζέρβας, ΝικόλαοςΜάρκου, ΧριστιάναΗ είσοδος στην ψηφιακή εποχή «άνοιξε το δρόμο» για την αναθεώρηση και τη νομική αναγνώριση και κατοχύρωση σημαντικών πτυχών του δικαιώματος της Ιδιωτικής Ζωής των φυσικών προσώπων, καθώς τίθενται οι βάσεις για την δημιουργία μιας ελεύθερης ψηφιακής κοινωνίας, μέσα στην οποία οι καταναλωτές διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο τόσο για την ύπαρξη όσο και για την ομαλή λειτουργία της ψηφιακής αγοράς. Διακρίνονται όμως ζητήματα τα οποία θα τύχουν ανάλυσης στην παρούσα μελέτη, τα οποία σχετίζονται με τη νομική προστασία των προσωπικών δεδομένων και συγκεκριμένα με την εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων των καταναλωτών και πως αυτά δύνανται να αποτελέσουν για τις επιχειρήσεις ένα μέσο χειραγώγησης και καταστρατήγησης των δικαιωμάτων των καταναλωτών ενώ, συνάγεται ότι, η Ιδιωτική ζωή ενός φυσικού προσώπου, αποτελεί ένα είδος «προϊόντος», το οποίο διασφαλίζει και συγκροτεί την ψηφιακή εσωτερική αγορά. Επίσης, θα διαφανεί ότι παρά τη θεσμοθέτηση τόσο του Γενικού Κανονισμού 679/2016, αλλά και των οδηγιών 2019/770 και 2019/2161, οι οποίες εισήγαγαν και αναγνώρισαν την ύπαρξη των ψηφιακών συμβάσεων και την παροχή προσωπικών δεδομένων ως ένα είδος «ανταλλάγματος», διακρίνεται ότι, η προστασία που εισήχθη για τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου δεν τα διαφυλάσσει από πρακτικές οι οποίες τα καθιστούν «πηγή κέρδους». Αναγνωρίζεται, επομένως, ότι τόσο το δευτερογενές όσο και το πρωτογενές Ενωσιακό νομοθετικό πλαίσιο αποστασιοποιείται από την αναγνώριση της ταυτότητας των δεδομένων στις ψηφιακές συμβάσεις, και εναποθέτει την ευθύνη προσδιορισμού και κατοχύρωσης στα κράτη μέλη. Η πρακτική αυτή παρουσιάζει το παράδοξο ότι, παρά την ύπαρξη ενός καινοτόμου πλαισίου προστασίας των προσωπικών δεδομένων, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αναγνωρίζει τα προσωπικά δεδομένα ως αντιπαροχή σε θεωρητικό επίπεδο, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Αποτέλεσμα του παράδοξου είναι, να μη καθίσταται ευδιάκριτο το νόμιμο ή μη, πρακτικών όπως είναι η προσωποποιημένη στόχευση, η χειραγώγηση, και ο περιορισμός της αυτονομίας του καταναλωτή.