Public Health (PhD) / Δημόσια Υγεία (PhD)

Permanent URI for this collection

Browse

Recent Submissions

Now showing 1 - 5 of 12
  • Publication
    “Auditory Processing and Language Development”
    (2024-10-08)
    Drosos, Konstantinos
    ;
    Thodi, Chrysoulla
    Introduction: Auditory Processing Disorders (APD) and Language Disorders (LD) often co-exist in children, increasing the burden on processing auditory information. Common APD and LD factors include frequency discrimination, phoneme discrimination in noisy environments, and dichotic listening abilities. These factors define the inherent challenges among children with Speech Sound Disorders (SSD). Purpose: This study aimed to compile and compare the auditory processing profiles of children with SSD and Typically Developing (TD) children using behavioral and electrophysiological measures, and to investigate correlations between these language and auditory processing indices in children with SSD. Methodology: A descriptive cross-sectional study was conducted involving an initial sample of forty children, sixteen TD and twenty-four with SSD. The sample assessment occurred in four distinct stages. Consenting parents completed the CHAPS and APDQ questionnaires, and their children completed the assessment protocol that comprised of (in randomized order) audiological evaluation, behavioral auditory processing tests using linguistic and non-linguistic stimuli, language assessment focusing on phonology, grammar, syntax, and the cognitive mechanism of working memory, and electrophysiological measurements (early, middle, and late latency auditory evoked potentials). The last phase was completed by a subset of the original participants, resulting in complete data sets for a group of fourteen children with TD and fourteen age-matched children with SSD. Results: Significant differences between the two groups appeared in language (in first phoneme identification and word repetition) and auditory processing measures (Gap detection 1000Hz and Gap detection in noise 4-7ms, in speech in babble total score, in speech in noise ratio (SNR) 50% and SNR -1, in dichotic words test, in duration pattern sequence and frequency pattern sequence test 4000Hz-6000Hz, and backward digit span). Significant correlations were observed between the auditory processing performance in speech perception in noise, spectral and temporal discrimination, and electrophysiological measures and the language indices phoneme discrimination and rhythm identification. Auditory electrophysiology measures differed between the groups (p<0.001) for the left ear ipsilateral ABR I-V interpeak latency, the left ear contralateral amplitude of MLR wave Na, and for the LLR P1 left contralateral amplitude (p <0.005). Receiver Operating Characteristics (ROC) Analysis showed significant positive discrimination at the level of p<0.005 for the “Gap Detection in Noise 5 (which involves detecting gaps of 4-8 milliseconds in noise)” the “SNR Minus 1”, and the “Number Memory Reverse”; at the level of p<0.001, significant positive discrimination was found for the “Dichotic Words Right ear 1st”, “Dichotic Words Synchronized”, the “Duration Pattern Sequence”, and the “Frequency Pattern 4000 to 6000Hz”. Conclusions: Children with a history of SSD were identified by screening questionnaires and had lower performance on dichotic listening, temporal processing, and listening in noise. These findings were enhanced by electrophysiological evidence of diminished processing capacity in the SSD group. These auditory processing characteristics in children with a history of SSD serve as valuable guidance to speech and language professionals to determine specialized referral, targeted diagnostic approaches, and personalized treatment for children with processing difficulties. This work contributes best practices evidence for identification of auditory processing disorders in children with a history of SSD. Our findings suggest a protocol consisting of screening questionnaires, auditory processing tests, and electrophysiological tests in assessing this population. We have created a framework for detection and identification policies by the Republic of Cyprus public health and education authorities.
  • Publication
    Ανάπτυξη αλγόριθμου διαλογής για τη δευτεροβάθμια πρόληψη του Σακχαρώδη Διαβήτη και επιπλοκών του
    (Σχολή Θετικών Επιστημών : Τμήμα Επιστημών Υγείας : Διδακτορικό στη Δημόσια Υγεία, 2019-06-20)
    Χρυσοστόμου, Χρυσόστομος
    ;
    Lavranos, Yiangos
    ;
    Lamnisos, Demetriseuro
    ;
    Leonidou, Maria
    Εισαγωγή: Η συνεχής αυξητική τάση που παρατηρείται στην διάγνωση διαβήτη ανά το παγκόσμιο, έχει κατευθύνει τις κυβερνήσεις των χωρών να υιοθετούν νέα προγράμματα αντιμετώπισης του. Στην Ευρώπη τα κράτη μέλη της, σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για το Διαβήτη (2017) διαθέτουν από 10% μέχρι και το 20% των δαπανών υγείας για θεραπείες που αφορούν το διαβήτη αλλά και για επιπλοκές που οφείλονται σε αυτόν. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ασθένεια αυτή στην Κύπρο, κρίθηκε αναγκαίο η εκτίμηση των κανονιστικών αναγκών των διαβητικών ατόμων, καθώς και η στάθμιση εργαλείων πρόληψης για τον Σακχαρώδη Διαβήτη. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η καταγραφή και η εκτίμηση των κανονιστικών αναγκών των διαβητικών ατόμων που πηγάζουν από την ίδια την ασθένεια και ο εντοπισμός αδιάγνωστων ατόμων μέσω του εργαλείου πρόληψης για τον Σακχαρώδη Διαβήτη Findrisk σε ένα δείγμα πληθυσμού. Μεθοδολογία: Το δείγμα πληθυσμού αποτέλεσαν 2100 άτομα. Η έρευνα διεξήχθη σε δύο φάσεις κατά τη περίοδο 2017-2018 στο Δήμο Αραδίππου. Στην πρώτη φάση εντοπίσαμε τα 188 ήδη διαγνωσμένα άτομα με διαβήτη, τα οποία κλήθηκαν να απαντήσουν ένα ερωτηματολόγιο και μέσω των απαντήσεων τους καταγράφηκε ο βαθμός ικανοποίησης των κανονιστικών αναγκών τους και του γνωστικού τους επιπέδου σχετικά με τη ασθένεια τους. Τα δεδομένα που προέκυψαν μελετήθηκαν και συγκρίθηκαν με διεθνή πρότυπα επίδοσης διαβήτη σχετικά με τους δείκτες, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματα της παρακολούθησης διαβητικών ασθενών και με δεδομένα άλλων χωρών που εντοπίστηκαν μέσω βιβλιογραφίας. Στη δεύτερη φάση τα υπόλοιπα 1912 άτομα που δεν νοσούσαν από διαβήτη κλήθηκαν να απαντήσουν ένα δεύτερο ερωτηματολόγιο Findrisk. Στο ερωτηματολόγιο αυτό όσα άτομα μέσω της βαθμολόγησης κατατάχθηκαν ως υψηλού κινδύνου και πολύ υψηλού κινδύνου επιλέχθηκαν και παραπέμφθηκαν σε κλινικό εργαστήριο όπου υποβλήθηκαν σε καμπύλη σακχάρου για να διαπιστωθεί η τυχόν διάγνωση. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός διαβήτη κατά τη έναρξη της έρευνας κυμάνθηκε στο 9 % (188/ 2100 άτομα). Διαγνώσθηκαν 52 νέα περιστατικά. Τριάντα έξι νέα περιστατικά διαγνώστηκαν από τυχαία τιμή σακχάρου μετά από τριπλό έλεγχο και σύνοδα συμπτώματα διαβήτη σύμφωνα πάντοτε με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που αφορά τη διάγνωση διαβήτη. Δέκα έξι νέα περιστατικά διαγνώσθηκαν μετά από καμπύλη σακχάρου. Ο επιπολασμός διαβήτη κατά τη λήξη της έρευνας κυμάνθηκε στο 11,4% (240/ 2100 άτομα). Διαπιστώθηκε ότι ένα άτομο κάθε σαράντα στο γενικό πληθυσμό νοσεί από διαβήτη χωρίς να έχει ακόμη διαγνωστεί. Παρατηρήθηκαν παρεκκλίσεις από τα διεθνή πρότυπα διαβήτη και μόνο σε κάποια από αυτά σχετική συμμόρφωση. Συμπεράσματα: Παρατηρήθηκαν παρεκκλίσεις από τα διεθνή πρότυπα διαβήτη αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών. Το εργαλείο πρόληψης διαβήτη Findrisk αποτελεί ισχυρό εργαλείο για εντοπισμό ατόμων υψηλού κινδύνου για εμφάνιση διαβήτη για τα επόμενα δέκα χρόνια. Παράλληλα η χρήση του έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να βοηθήσει στην διάγνωση μέχρι τώρα αδιάγνωστων διαβητικών ατόμων. Αναλύοντας τα αποτελέσματα καταλήγουμε στο τελικό συμπέρασμα ότι θα πρέπει μελλοντικά να εφαρμοστεί μια νέα στρατηγική αντιμετώπισης του διαβήτη που να καλύπτει πλήρως τις κανονιστικές ανάγκες των διαβητικών ατόμων καθώς και τη καθολική εφαρμογή του εργαλείου πρόληψη διαβήτη Findrisk στην Κύπρο κάθε δέκα χρόνια, γεγονός που θα βοηθούσε στην καλύτερη αντιμετώπιση της ασθένειας.
  • Publication
    Ανάπτυξη και αξιολόγηση μοντέλου πρόβλεψης οστεοπορωτικών καταγμάτων στην Κύπρο
    (Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Επιστημών Υγείας και Ιατρική Σχολή, Τμήμα Ιατρικής, 2024-09-16)
    Ξενοφώντος, Παντελής
    ;
    Εισαγωγή: Τα οστεοπορωτικά κατάγματα αποτελούν μέιζον κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα παγκοσμίως. Το πρόβλημα αναμένεται να επιταθεί τις επόμενες δεκαετίες, καθώς το ολοένα κι αυξανόμενο προσδόκιμο επιβίωσης του ηλικιωμένου πληθυσμού, θα οδηγήσει σε έκρηξη της συχνότητας της οστεοπόρωσης και των συνοδών καταγμάτων χαμηλής βίας. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση και σημασία του κλινικού εργαλείου FRAX®, στην εκτίμηση καταγματικού κινδύνου σε άνδρες και γυναίκες άνω των 65 ετών, την καταγραφή βασικών παραμέτρων για την πρόληψη οστεοπόρωσης, καθώς και την πιθανή συσχέτιση των αποτελεσμάτων με βάση παραμέτρους που αφορούν τον ίδιο τον ασθενή. Μεθοδολογία: Η μελέτη έλαβε χώρα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας Κύπρου. Ο χρόνος διεξαγωγής της μελέτης ήταν από τον Ιούνιο του 2017 μέχρι το Μάϊο του 2018. Το δείγμα της έρευνας αποτελούσαν τόσο ασθενείς που εισήχθησαν με κάταγμα στην περιοχή πέριξ του ισχίου (υποκεφαλικάά, διατροχαντήήρια, υποτροχαντήήρια, βασεοαυχενικά), όσο και νοσοκομειακοί μάρτυρες, χωρίς ιστορικό κατάγματος. Για την εκπλήρωση της παρούσας μελέτης προγραμματίστηκε να συμμετέχει ένα δείγμα 401 ατόμων (195 ασθενών & 206 μαρτύρων). Αποτελέσματα: Η ανάλυση με χρήση μοντέλων πολυπαραγοντικής γραμμικής παλινδρόμησης επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητά τους σύμφωνα με τον αλγόριθμο FRAX. Οι παράγοντες κινδύνου για κατάγματα διαφοροποιήθηκαν μεταξύ δύο ηλικιακών ομάδων, με τα μοντέλα να δείχνουν υψηλές τιμές R-τετράγωνου. Συγκεκριμένα, οι σημαντικοί παράγοντες ήταν το φύλο, η ηλικία, οι συνήθειες του τρόπου ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ) και οι προϋπάρχουσες παθήσεις (διαβήτης, υπέρταση, ρευματοειδής αρθρίτιδα). Τα μοντέλα FRAX_Major_Osteoporotic και FRAX_HI παρουσίασαν υψηλή προγνωστική αξία, με R square = 0.86 και 0.83 αντίστοιχα. Οι εξισώσεις πρόβλεψης ήταν οι εξής: FRAX_Major_Osteoporotic (%) = 2.02 – 1.11 (Φύλο) + 0.05 (Ηλικία) + 0.51 (Κάπνισμα) + 5.47 (Αλκοόλ) + 0.36 (Διαβήτης) + 0.59 (Υπέρταση) + 11.92 (Ρευματοειδής νόσος) + 0.92 (Διαγνωσμένη οστεοπόρωση) – 0.92 (Tscore) + 6.74 (Κάταγμα). FRAX_HI (%) = 1.47 - 0.98 (Φύλο) + 0.03 (Ηλικία) + 1.03 (Κάπνισμα) + 4.40 (Αλκοόλ) + 0.06 (Διαβήτης) + 0.35 (Υπέρταση) + 7.56 (Ρευματοειδής νόσος) + 0.27 (Διαγνωσμένη οστεοπόρωση) – 0.56 (Tscore) + 5.11 (Κάταγμα). Συμπεράσματα: Συμπεράσματα: Η μελέτη συμβάλλει στο αυξανόμενο σώμα των στοιχείων σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου κατάγματος, τονίζοντας την περίπλοκη αλληλεπίδραση της ηλικίας, του φύλου, των επιλογών τρόπου ζωής, και των συννοσηροτήτων, για πρώτη φορά στον Κυπριακό πληθυσμό.
  • Publication
    The childhood prevalence and characteristics of Autism Spectrum Disorder (ASD) in Cyprus and the predictors of minimally verbal children, using a new parent report tool
    (School of Sciences, Department of Health Sciences and School of Medicine, Department of Medicine, 2024-07-05)
    Kilili-lesta, Margarita
    ;
    Louiza Voniati
    ;
    ;
    Peteinou, Kakia
    Introduction: Autism spectrum disorder (ASD) prevalence was not consistently monitored in Europe nor reported for Cyprus in the literature. Limited research was found concerning children with ASD presenting with persistent language delay, considered nonverbal/minimally-verbal (NV/MV). The factors associated with linguistic differences within ASD are indefinite. Purpose: This research aimed to examine which prelinguistic factors predicted linguistic outcome in ASD, and to determine the childhood prevalence, gender ratio, and characteristics for ASD in Cyprus, the factors associated with prevalence, and the risk/prognostic factors associated with ASD-NV/MV linguistic status, using a new parent report tool in Greek, developed and validated by the research team. Methodology: First, a cross-sectional study with convenience cluster school-sample of 117 schools and weighted child-sample (five-to-12 years) of 9,990 students, calculated the prevalence through school report. Second, the newly developed Developmental/Verbal Language Phase (DeVLP) questionnaire (collecting familial, perinatal, developmental, and current linguistic information) was validated in a sample of 22 children with ASD and 28 without, based on the gold-standard method, language sample analysis. Third, the risk and prognostic factors for ASD-NV/MV status in a convenience sample of 56 children (three-to-12 years) already diagnosed with ASD, were examined via an age-and-gender-matched case-control study, utilizing the DeVLP tool to determine linguistic status. Results: ASD prevalence in Cyprus (2022-2023) was 1.8% with 4.1 males for every female. Males, children enrolled in preschool, and special schools, had a higher probability of report of an ASD diagnosis compared to females, elementary level, and mainstream schools (p<0.05). Of the familial, perinatal, and developmental factors examined, only a low early development score (EDS), corresponding to a high developmental risk score was significantly associated with reduced linguistic outcome (p<0.05). Children with lower EDS, reflecting delays in developmental milestones (gestures, motor skills, etc.), had higher probability of ASD-NV/MV classification using the valid and reliable DeVLP instrument. Conclusions: This research provided the first published data for ASD prevalence in Cyprus, a novel parent report tool (DeVLP) assessing linguistic skill and for the first time the interlinguistic skills of children with ASD, including those classified as NV/MV in Cyprus were examined. Results emphasized the need for monitoring prevalence, classifying ASD-NV/MV status utilizing the new and valid DeVLP tool, and monitoring early development for toddlers at-risk-for-ASD, in Cyprus, to enhance their linguistic skills as early as possible, for an optimum outcome. The impact of this research in public policy for ASD was substantial in the new National Strategy for Autism, by providing information on the prevalence, characteristics, and needs of children with ASD in Cyprus, which was missing.
  • Publication
    «Ανασφάλεια τροφίμων, διατροφική συμπεριφορά και νοσηρότητα χρόνιων παθήσεων στον κυπριακό πληθυσμό»
    (Σχολή Θετικών Επιστημών και Τμήμα Ιατρικής, Ιατρική Σχολή : Διδακτορικό στην Δημόσια Υγεία, 2024-03-12)
    Καντηλάφτη, Μαρία
    ;
    Chrysostomou, Stavri
    I. Εισαγωγή: Η ανασφάλεια τροφίμων, η οποία ορίζεται ως η μη ικανότητα πρόσβασης και η μειωμένη διαθεσιμότητα ποσοτικά και ποιοτικά επαρκών τροφίμων αυξάνεται σημαντικά ένεκα των τρέχων εξελίξεων παγκοσμίως. II. Σκοπός: Σκοπός ήταν η αποτίμηση του επιπολασμού της ανασφάλειας τροφίμων στην Κύπρο και η σχέση της με την νοσηρότητα χρόνιων παθήσεων, τη διατροφική συμπεριφορά (βραδινή υπερφαγία, Σύνδρομο Βραδινής Κατανάλωσης Τροφής, συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων) καθώς επίσης και με τη φυσική δραστηριότητα και τα κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία. III. Mεθοδολογία: Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο, από τον Ιούνιο του 2022 μέχρι και το Μάιο του 2023, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1255 ενηλίκων ≥18 ετών. Η δειγματοληψία βασίστηκε στη μέθοδο των προκαθορισμένων ποσοστών με βάση την ηλικία, το φύλο και την επαρχία διαμονής των ατόμων. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω ερωτηματολογίων τα οποία ήταν έγκυρα για τον κυπριακό πληθυσμό. IV. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός της ανασφάλειας τροφίμων στην Κύπρο ανέρχεται στο 12.6%. Τα βασικά ευρήματα της μελέτης υποστηρίζουν ότι τα άτομα με εισόδημα €6,500-€19,500 και >€19,500 είχαν 50.6% (ΑOR:0.494,95%CI 0.284,0.858) και 85.1% (ΑOR:0.149,95%CI 0.730,0.306) αντίστοιχα λιγότερες πιθανότητες να βιώσουν ανασφάλεια τροφίμων σε σχέση με τα άτομα που είχαν εισόδημα <€6,500. Όσον αφορά στα υπόλοιπα κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία, αυτά δεν φαίνεται να σχετίζονται στατιστικά σημαντικά με την ανασφάλεια τροφίμων. Σχετικά με την νοσηρότητα χρόνιων παθήσεων, η πιθανότητα να βιώσουν ανασφάλεια τροφίμων τα άτομα με πολυνοσηρότητα ήταν αυξημένη κατά 62.9% (OR:1.629,95%CI 1.063,2.498) σε σχέση με τα άτομα χωρίς πολυνοσηρότητα. Επιπρόσθετα, τα άτομα με βραδινή υπερφαγία είχαν 63.1% (OR:1.631,95%CI 1.094,2.432) περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν ανασφάλεια τροφίμων, σε σχέση με αυτούς που δεν παρουσίασαν βραδινή υπερφαγία. Επίσης, τα άτομα που κατανάλωναν >3 ημερήσια γεύματα ή γευματίδια, είχαν 35.9% (OR:0.641,95%CI 0.437,0.942) λιγότερες πιθανότητες αντίστοιχα να βιώσουν ανασφάλεια τροφίμων, σε σχέση με τα άτομα που καταναλώνουν 1–3 ημερήσια γεύματα ή γευματίδια. Τέλος, φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάποια στατιστικά σημαντική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στην ανασφάλεια τροφίμων. V. Συμπεράσματα: Ο επιπολασμός της ανασφάλειας τροφίμων στην Κύπρο αγγίζει το 12.6%. Η ανασφάλεια τροφίμων φάνηκε να έχει στατιστικά σημαντική σχέση με το εισόδημα την πολυνοσηρότητα, καθώς επίσης και με κάποιες διατροφικές συμπεριφορές, όπως είναι η βραδινή υπερφαγία και η συχνότητα κατανάλωσης γευμάτων.