Education Sciences (PhD) / Επιστήμες της Αγωγής (PhD)
Permanent URI for this collection
Browse
Browsing Education Sciences (PhD) / Επιστήμες της Αγωγής (PhD) by Issue Date
Now showing 1 - 9 of 9
Results Per Page
Sort Options
- PublicationΣυγκριτική Ανάλυση του εκπαιδευτή και του εκπαιδευτικού από επαγγελματική σκοπιά(Σχολή Επιστημών Αγωγής, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών : Επιστήμες της Αγωγής, 2018-07)
;Ζένιος, Ιωάννης Ζ. ;Χατζηπαναγιώτου, Παρασκευή ;Ζμας, ΑριστοτέληςΣιπητάνου, ΑθηνάΗ ερευνητική αυτή εργασία εξετάζει σε βάθος τη σχέση μεταξύ του Εκπαιδευτή και του Εκπαιδευτικού από τη σκοπιά του επαγγέλματος και συμβάλλει στη συμπλήρωση της εικόνας σχετικά με τη θέση του Εκπαιδευτή και του Εκπαιδευτικού στο επαγγελματικό στερέωμα. Πιο συγκεκριμένα, ασχολείται με την εννοιολογική οριοθέτηση του Εκπαιδευτή και του Εκπαιδευτικού, με τον εντοπισμό των ομοιοτήτων και των διαφορών μεταξύ των δύο και με τη διερεύνηση της δυνατότητας τυπολογικής σύγκλισής τους ως ενός κοινού επαγγέλματος. Ως προς την ερευνητική μεθοδολογία, η εργασία αξιοποιεί τη Δελφική τεχνική, που κατ’ εξοχήν χρησιμοποιείται για προβλέψεις στο πλαίσιο των Επιστημών του Μέλλοντος. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή η συγκεκριμένη τεχνική εφαρμόζεται σε ένα ερευνητικό πεδίο εκτός του κατ’ εξοχήν πεδίου εφαρμογής της. Αξιοποιούνται οι απόψεις μιας ομάδας ειδικών που ανήκουν σε μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες κατηγορίες: Διαμορφωτές Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Ερευνητές της Εκπαίδευσης και Μάχιμοι Εκπαιδευτές και Εκπαιδευτικοί του Τυπικού και Μη Τυπικού Συστήματος Μάθησης. Μέσω της Δελφικής τεχνικής, σε δυο γύρους, οι απόψεις των ειδικών καταγράφονται και τυγχάνουν επεξεργασίας σε μια προσπάθεια αυτοί να καταλήξουν στη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση πάνω σε ζητήματα που σχετίζονται με τα ερευνητικά ερωτήματα. Η συμβολή της εργασίας έγκειται στην κάλυψη του κενού σε σχέση με τη σύγκριση Εκπαιδευτή και Εκπαιδευτικού από επαγγελματική σκοπιά. Πέρα από τις διαπιστωμένες πολλαπλές ομοιότητες, τόσο ως προς τους ρόλους και τις λειτουργίες τους, όσο και ως προς τα περιβάλλοντα παροχής των υπηρεσιών τους και τους τύπους απασχόλησής τους, αναδεικνύεται η 4 τυπολογική σύγκλιση των δύο, η οποία επιτρέπει την αναφορά σε ένα κοινό εκπαιδευτικό επάγγελμα με μια κοινή ονομασία. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο όρος «Εκπαιδεύων» κρίνεται ότι αποδίδει αποτελεσματικά όλους τους τύπους και τις αποχρώσεις των ανθρώπων που ασχολούνται με τη μετάδοση γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων και στάσεων. Ωστόσο, σε ευθυγράμμιση με τις θεωρίες του γράφοντος για τον κύκλο του κλίματος μάθησης και για τον εναγκαλισμό του εκπαιδεύοντος από τον εμψυχωτή μάθησης, όπως αυτές πήραν την οριστική τους μορφή μέσω της εμπειρικής έρευνας, προτιμάται και προτείνεται η καθιέρωση ως κοινής ονομασίας για τον Εκπαιδευτή και τον Εκπαιδευτικό του όρου «Εμψυχωτής Μάθησης». - PublicationΣχεδιασμός και υλοποίηση ενός εξ Αποστάσεως προγράμματος επιμόρφωσης για την ανάπτυξη κοινωνικών και ψηφιακών δεξιοτήτων των διευθυντικών στελεχών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης(Σχολή Επιστημών της Αγωγής, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, 2020-06-29)
;Μακρή, Αγορίτσα ;Βλαχόπουλος, Δημήτριος ;Βρυωνίδης, ΜάριοςΒλαχόπουλος, ΠαναγιώτηςΣύμφωνα με τις επιταγές της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης ψηφιακής κοινωνίας η διαδικασία της μάθησης για εκπαιδευτικούς δεν εξαντλείται με την ολοκλήρωση της πανεπιστημιακής τους εκπαίδευσης. Οι διευθυντές/ντριες, όντας ταυτόχρονα εκπαιδευτικοί λειτουργοί και διοικητικοί υπάλληλοι, για λόγους που απορρέουν από τη φύση του κοινωνικού, παιδαγωγικού και διοικητικού τους έργου, οφείλουν να είναι διαρκώς ενημερωμένοι/ες ως προς τις τρέχουσες εξελίξεις της επιστήμης τους, αλλά και για ζητήματα που σχετίζονται με το χώρο της εκπαίδευσης γενικότερα. Υπό το σκεπτικό αυτό, η διαρκής επιμόρφωση επιβάλλεται να αποτελεί ένα αναπόσπαστο και οργανικό τμήμα της προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης και εξέλιξης ηγετικών στελεχών εκπαίδευσης (Shantal, Halttunen, & Pekka, 2014). Για την επίτευξη αυτού του στόχου οι επιμορφωτικές δράσεις προϋποθέτουν τη δημιουργία ενός πλέγματος επιμορφωτικών προγραμμάτων με χαρακτήρα μορφωτικό, τα οποία επιβάλλεται να χαρακτηρίζονται από ευελιξία ως προς το χώρο και το χρόνο υλοποίησής τους, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις ποικίλες υποχρεώσεις των διευθυντικών στελεχών ως ενηλίκων εκπαιδευόμενων. Για το λόγο αυτό η εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση αποτελεί ένα παιδαγωγικό μοντέλο επιμόρφωσης, το οποίο υιοθετείται τα τελευταία χρόνια, με απώτερο σκοπό τον εμπλουτισμό των προσωπικών και επαγγελματικών γνώσεων των σχολικών ηγετών (Shepherd, 2015). Παράλληλα, οι διευθυντές/ντριες καλούνται να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και να ανταποκριθούν σε πολυποίκιλους ρόλους, του ηγέτη της εκπαίδευσης, του παιδαγωγικού και μετασχηματιστικού ηγέτη για τη βελτίωση διδακτικών πρακτικών και του προωθητή της αλλαγής και της καινοτομίας στα σύγχρονα σχολεία (Turner, 2019). Επιπρόσθετα, οι σύγχρονες απαιτήσεις διαρκώς αυξάνονται, ενώ οι ίδιοι/ες αντιμετωπίζουν μία πληθώρα προκλήσεων πάσης φύσεως τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό περιβάλλον της σχολικής μονάδας. Ως εκ τούτου, οφείλουν να βρίσκονται σε διαρκή επιστημονική αναζήτηση, κριτική θεώρηση και αναστοχασμό των αναδυόμενων δεδομένων. Ταυτόχρονα, καθίσταται αναγκαίο να είναι ενδυναμωμένοι με σημαντικές γνώσεις, καθώς και κοινωνικές και ψηφιακές δεξιότητες και ικανότητες που θα τους επιτρέψουν να ενσαρκώνουν επιτυχώς τον ηγετικό τους ρόλο για την ενίσχυση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν διττός. Αφενός, έπειτα από την αναδίφηση της σύγχρονης ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας, επιχειρήθηκε η 24 ανάδειξη της απουσίας διαδικτυακών προγραμμάτων επιμόρφωσης και επαγγελματικής ανάπτυξης διευθυντικών στελεχών αναφορικά με την ενίσχυση των κοινωνικών και ψηφιακών δεξιοτήτων τους. Αφετέρου, σκοπός της μελέτης αποτέλεσε ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός ενός ψηφιακού περιβάλλοντος μάθησης για την υλοποίηση του προγράμματος κατάρτισης των διευθυντικών στελεχών στις κοινωνικές και ψηφιακές δεξιότητες του 21ου αιώνα. Ο πληθυσμός-στόχος της επιμόρφωσης ήταν οι κατέχοντες ηγετική θέση σε σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης. Η μελέτη δομήθηκε σε τέσσερα στάδια-φάσεις: στο πρώτο στάδιο διεξήχθη ενδελεχής βιβλιογραφική επισκόπηση για τον εντοπισμό του προβλήματος και την ανάδειξη του ερευνητικού κενού. Στο αμέσως επόμενο στάδιο, βάσει του μοντέλου εκπαιδευτικού σχεδιασμού ADDIE (Analysis, Design, Development, Implementation, Evaluation), αναπτύχθηκε ένα συνεργατικό περιβάλλον επιμόρφωσης, αφού λήφθηκαν υπόψη η μεθοδολογία και οι θεωρίες μάθησης για την εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση και ηλεκτρονική μάθηση και οι αρχές Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Επιπλέον, δημιουργήθηκε πλούσιο ψηφιακό επιμορφωτικό υλικό, στο οποίο ενσωματώθηκαν οι αρχές των θεωρητικών μοντέλων της αυτοκατευθυνόμενης και της συνεργατικής μάθησης. Στο τρίτο στάδιο πραγματοποιήθηκε η υλοποίηση του διαδικτυακού προγράμματος κατάρτισης μέσω του Συστήματος Διαχείρισης Μάθησης Blackboard Collaborate. Στο τελικό στάδιο της μελέτης διεξήχθη έρευνα αθροιστικής αξιολόγησης του συνολικού επιμορφωτικού προγράμματος, με σκοπό τον έλεγχο της αποτελεσματικότητάς του και την ανίχνευση προτάσεων-εισηγήσεων των ίδιων των επιμορφούμενων για την περαιτέρω βελτίωσή του. Η αξιολόγηση του προγράμματος κατάρτισης έδωσε έμφαση τόσο στα αποτελέσματα του προγράμματος όσο και σε διάφορες όψεις της επιμορφωτικής διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτό επιχειρήθηκε μία αποτίμηση της ποιότητας της διαδικασίας αλλά και της "αποτελεσματικότητας" του επιμορφωτικού προγράμματος. Η προσπάθεια αξιολόγησης ακολούθησε τις αρχές της μεθοδολογίας της διαδικτυακής έρευνας. Τα εργαλεία συλλογής δεδομένων για την ποσοτική έρευνα που επιλέχθηκαν ήταν το ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο αποτίμησης του προγράμματος, ενώ για την παραγωγή ποιοτικών δεδομένων διεξήχθησαν ημιδομημένες διαδικτυακές συνεντεύξεις με διευθυντές/ντριες που είχαν ολοκληρώσει επιτυχώς το επιμορφωτικό πρόγραμμα. Παράλληλα, η ερευνήτρια προέβη σε διαδικτυακή παρατήρηση της πλατφόρμας τηλεκατάρτισης, στην οποία αναπτύχθηκε το επιμορφωτικό πρόγραμμα, προκειμένου να μελετήσει τις ηλεκτρονικές κοινότητες μάθησης των διευθυντικών στελεχών. 25 Τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης επιχείρησαν να δώσουν προστιθέμενη αξία στο χώρο της επιστημονικής έρευνας, καθώς ανέδειξαν την υπάρχουσα κατάσταση, με σκοπό να πυροδοτήσουν τη συζήτηση και τον επιστημονικό διάλογο. Ειδικότερα, η μελέτη επιχείρησε να συνεισφέρει προς την κατεύθυνση ανάπτυξης ενός νέου εκπαιδευτικού πλαισίου επιμόρφωσης και κατάρτισης ηγετικών στελεχών Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο οποίο θα λαμβάνονταν υπόψη οι δεξιότητες που προσλαμβάνει η επαγγελματική ανάπτυξη των διευθυντικών στελεχών στα πλαίσια του σύγχρονου εκπαιδευτικού γίγνεσθαι. Επιπλέον, αποτύπωσε τις γνώσεις και δεξιότητες που κρίνονται αναγκαίες όχι μόνο για τον επαγγελματικό στίβο των διευθυντών/ντριών εκπαίδευσης αλλά και για την κοινωνική τους ζωή, καθώς και για τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. - PublicationΣχέσεις σχολείου και οικογενειών με παιδιά με αναπηρίες στην Κύπρο: Διερευνώντας τους άξονες του κοινωνικοοικονομικού υπoβάθρου και της αναπηρίας(Σχολή Επιστημών της Αγωγής, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών : Διδακτορικό Πρόγραμμα Επιστήμες της Αγωγής, 2021-01-21)
;Κόκκινος, ΑλέξηςΘεοδώρου, ΕλένηΗ επιρροή των οικογενειών στην «αρένα» της εκπαίδευσης φαίνεται να συνδέεται σημαντικά με το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο. Ωστόσο, εντοπίζεται ένα ερευνητικό κενό σχετικά με τον ρόλο του κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου στις δυνατότητες των οικογενειών με παιδιά με αναπηρίες για αντιμετώπιση των αναπηροποιητικών εμποδίων που συναντούν στο πεδίο της εκπαίδευσης. Ο σκοπός της έρευνας είναι να κατανοηθούν οι σχέσεις σχολείου και οικογενειών με παιδιά με αναπηρίες μέσα από τις προοπτικές των ιδίων των οικογενειών στη βάση του κοινωνικοοικονομικού τους υποβάθρου, εφαρμόζοντας συνδυαστικά τη θεωρία των κεφαλαίων και την έννοια του μισαναπηρισμού. Για τον σκοπό της έρευνας διεξήχθησαν συνεντεύξεις με γονείς, εκπαιδευτικούς/λειτουργούς και παιδιά. Τα ευρήματα κατέδειξαν πως η σχολική εμπλοκή των οικογενειών εκτυλισσόταν σε τρία υπό-πεδία, δηλαδή στις Επαρχιακές Επιτροπές Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, στις Σχολικές Εφορείες και στα σχολεία φοίτησης των παιδιών. Παράλληλα, αναδείχθηκε το φαινόμενο του «εκπαιδευτικού μισαναπηρισμού» το οποίο απευθύνεται στα αναπηροποιητικά εμπόδια που συναντώνται στην εκπαίδευση προς τα παιδιά με αναπηρίες, τα οποία δύνανται να περιορίσουν τη σχολική τους ευημερία και τις μαθησιακές τους δυνατότητες ή ευκαιρίες, με έμμεσες ή άμεσες ψυχοσυναισθηματικές επιπτώσεις στα παιδιά και τις οικογένειές τους. Οι ικανότητες των γονέων για αντιμετώπιση φαινομένων μισαναπηρισμού φάνηκε να εξαρτώνται σημαντικά από τις δυνατότητές τους για ενεργοποίηση κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού κεφαλαίου κατά τη σχολική τους εμπλοκή. Η ενεργοποίηση των πιο πάνω μορφών κεφαλαίου ήταν συχνότερη στις οικογένειες μεσαίας τάξης και σχετικά απούσα στους γονείς εργατικής τάξης, στοιχείο το οποίο καταδεικνύει ταξικές διάφορες στις δυνατότητες αντιμετώπισης καταστάσεων μισαναπηρισμού. Βάσει των ευρημάτων της έρευνας διατυπώνονται προτάσεις διαμόρφωσης πολιτικών και εισηγήσεις για μελλοντικές έρευνες. - PublicationAugmented Reality in secondary education in the fields of STEM a case study including teachers from schools in Cyprus and Greece(School of Humanities, Social and Education Science : Department of Education Sciences : PHD in Education Studies, 2022-06-21)
;Lasica, Ilona Elefteryja; ;Katzis, KonstantinosPedaste, MargusThis study aims to tackle to some extent the gap between the instruction of STEM-related disciplines in Lower Secondary Education and the 21st century skills required by students, to face real life situations in their future STEM related studies and careers. Following the necessity towards “smart education”, an emerging technology namely Augmented Reality, has been integrated in Lower Secondary Education by teachers of STEM-related courses in the context of a case study with two cases, one public school in Cyprus and one private school in Greece, to explore the impact on the teachers involved as well as their students. The specificresearch purpose of this study rises through the literature review, focusing on the investigation of “if” (under which circumstances) and “how” (in which ways) the technology of Augmented Reality could be integrated into STEM-related courses in Lower Secondary Education, leading to a positive impact on students’ twenty-first century skills and motivation towards the educational process. The current Ph.D. dissertation provides the context of an empirical investigation through the case study described, yielding a theoretical understanding of the discussed fields that can constitute the basis for future work. The research purpose is investigated in-depth through a case study with multiple units of analysis defined as “The Case Study of Secondary Education Teachers’ Experience from Cyprus and Greece having attended a Teacher Professional Development (TPD) program on Augmented Reality in STEM education”. This case study consists of a systemic approach, including a small number (two) of cases (schools in Cyprus and Greece) set in their real-world contexts, providing understanding to some extent of the impact of applying Augmented Reality in Lower Secondary Education on teachers of STEM-related courses and their students. Both quantitative and qualitative data (with emphasis on qualitative) are collected, analysed and triangulated through questionnaires/ self-reports, interviews, informal and open-ended discussions, observations, video recordings (where/ when possible), and teachers’-students’ additional data (i.e., lesson plans, worksheets, achievements). A detailed description of both phases of the current study is provided, including the EL-STEM TPD program as the intersection point of the two cases, as well as the cases in Cyprus and Greece themselves. Twenty seven (27) teachers have been trained, from whom five (5) have accepted to be observed while implementing AR supported interventions in their classrooms and one hundred and seventy nine (179) students, have attended the AR supported interventions. Through the discussion and interpretation of the cases described, the involved teachers are investigated towards: (i) the level of technology acceptance (AR) and (ii) their instructional approaches adapted to integrate AR in STEM-related courses. Concurrently, the effect of the teachers’ instructional approaches supported by AR in their STEM-related courses is investigated on their students’ 21st century skills and motivation towards the educational process. The conclusions of this dissertation indicate that the implementation of AR applications in STEM fields by both teachers and students seems to be currently feasible under specific conditions, specifically in Lower Secondary Education in Cyprus and Greece. Moreover, there is a need for continuous and structured teacher training on emerging technologies, such as AR, accompanied by innovative instructional approaches. Based on results of existing studies, contributing to the literature review, this research suggests: (a) factors that influence to some extent the level of technology acceptance (AR) by teachers in their instructional approaches within a STEM-related course and (b) ways that AR technology could be integrated by Secondary Education teachers in their STEM-related courses. Referring to students’ 21st century skills, this study indicates effects of AR on foundational knowledge, while effects of metacognitive and humanistic knowledge are described as expected effects, since they still need to be investigated in future studies. The results of the current research could be transferable to some extent and applied by other researchers in educational research (generalized at a level of theory), but they are not intended to be generalized at a population level. Limitations and future extensions in the context of the current research consist of the end point of the Ph.D. dissertation. - PublicationΗ διερεύνηση των παραγόντων που σχετίζονται με την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να διδάξουν θέματα Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης στη δημόσια εκπαίδευσης της Κύπρου(Σχολή Επιστημών Αγωγής, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών : Πρόγραμμα Σπουδών : Επιστήμες της Αγωγής : Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, 2022-06-30)
;Λουκαΐδου, ΒασιλικήΒρυωνίδης, ΜάριοςΗ αναγκαιότητα για Περιεκτική Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση (ΠΣΔ), η οποία βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και προσεγγίζει τη σεξουαλικότητα ολιστικά και εντός του πλαισίου της γνωστικής, σωματικής, συναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης των παιδιών και των εφήβων, είναι κοινά αποδεκτή, με τη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να την έχουν εντάξει στα δημόσια σχολεία τους. Η ένταξη της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης (ΣΔ) στην Κύπρο θεωρείται ως μία καινοτόμα εκπαιδευτική παρέμβαση, λαμβάνοντας υπόψη το κυπριακό συγκείμενο το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονες παραδοσιακές κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές αντιλήψεις, οι οποίες σύμφωνα και με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας φαίνεται να επιδρούν αρνητικά ως προς την αποτελεσματική εφαρμογή της ΠΣΔ στα σχολεία, η οποία σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΥΠΑΝ) περιλαμβάνεται στο μάθημα της Αγωγής Υγείας στη Δημοτική Εκπαίδευση και, κυρίως, στα μαθήματα της Οικιακής Οικονομίας και Βιολογίας της Μέσης Εκπαίδευσης. Στην Κύπρο πραγματοποιήθηκαν λίγες και μικρής έκτασης έρευνες για το ζήτημα της αποτελεσματικής εφαρμογής της ΠΣΔ, οι οποίες υπέδειξαν την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση των παραγόντων που σχετίζονται με την εκπαιδευτική ετοιμότητα των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να διδάξουν θέματα ΣΔ. Συνεπώς, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει τους παράγοντες ετοιμότητας των εκπαιδευτικών της Δημοτικής Εκπαίδευσης που διδάσκουν το μάθημα Αγωγή Υγείας στις τάξεις Ε΄ και Στ΄, και των εκπαιδευτικών της Μέσης Εκπαίδευσης (Οικιακής Οικονομίας και Βιολογίας), οι οποίοι/ες διδάσκουν θέματα Περιεκτικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης στις τάξεις του Γυμνασίου και του Λυκείου των δημόσιων σχολείων. Τα κύρια ερευνητικά ερωτήματα είναι τα ακόλουθα: • Ποιοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό ετοιμότητας των εκπαιδευτικών στη διδασκαλία θεμάτων Περιεκτικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης; • Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί στη διδασκαλία και στη διαχείριση θεμάτων Περιεκτικής Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης; Η μεθοδολογία η οποία εφαρμόστηκε για να επιτευχθεί ο σκοπός και να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα είναι αυτή της μικτής ερευνητικής προσέγγισης η οποία βασίστηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση η συλλογή δεδομένων επιτεύχθηκε μέσω της συμπλήρωσης ενός ερωτηματολογίου από 318 εκπαιδευτικούς Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης, η οποία στόχευε στη συλλογή μετρήσιμων στοιχείων τα οποία αφορούσαν στη διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν τον βαθμό ετοιμότητας των εκπαιδευτικών στη διδασκαλία θεμάτων ΠΣΔ. Στη δεύτερη φάση της ερευνητικής διαδικασίας, πραγματοποιήθηκε η συλλογή ποιοτικών δεδομένων μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων, ώστε να επιτευχθεί η βαθύτερη κατανόηση των παραγόντων που επηρεάζουν τον βαθμό ετοιμότητας των εκπαιδευτικών να διδάξουν τα διάφορα θέματα της ΠΣΔ, αλλά και να αναπτυχθούν ξεκάθαρες απόψεις σε σχέση με τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί στη διδασκαλία και στη διαχείριση αυτών των θεμάτων σε επίπεδο τάξης και ευρύτερου σχολικού περιβάλλοντος. Στη δεύτερη φάση συμμετείχαν 17 εκπαιδευτικοί και 8 εκπρόσωποι εκπαιδευτικών φορέων οι οποίοι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της επιτυχημένης εφαρμογής του αναλυτικού προγράμματος του περιεχομένου της ΣΔ και για αυτό το λόγο η υποκειμενική εμπειρία τους κρίθηκε απαραίτητη ειδικά στο υπό διερεύνηση ευαίσθητο θέμα. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας καταδεικνύουν ότι η ΠΣΔ δεν εφαρμόζεται επαρκώς στα δημόσια σχολεία της Κύπρου εξαιτίας διαφόρων θεσμικών και οργανωτικών προκλήσεων που καλείται το ΥΠΑΝ να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί και που φαίνεται να επηρεάζουν παράλληλα την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών να διδάσκουν αποτελεσματικά θέματα ΠΣΔ. Αυτές οι προκλήσεις και δυσκολίες αφορούν κυρίως στην απουσία θεσμοθέτησης, αξιολόγησης και λογοδοσίας σε σχέση με την εφαρμογή της ΠΣΔ, στον μειωμένο διαθέσιμο διδακτικό χρόνο εξαιτίας του υφιστάμενου ωρολογίου προγράμματος, στο ανεπαρκές αναλυτικό πρόγραμμα, στην ενίσχυση κατάλληλου εκπαιδευτικού προσωπικού στις θέσεις των συμβούλων και των μεντόρων και στην οργάνωση μίας ουσιαστικής επιμόρφωσης προς όλους/ες τους/τις εκπαιδευτικούς, ώστε να διαμορφωθεί η κουλτούρα υγείας η οποία να στηρίζει τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα των ατόμων. Αυτοί οι θεσμικοί και οργανωτικοί παράγοντες φαίνεται να είναι αλληλένδετοι με τους ατομικούς παράγοντες που αναδείχθηκαν στην παρούσα έρευνα και που επηρεάζουν εξίσου την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών να διδάσκουν, αλλά και την ετοιμότητά τους να διαχειρίζονται αποτελεσματικά θέματα ΠΣΔ. Οι ατομικοί παράγοντες που αναδείχθηκαν στην ανάλυση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας αφορούν κυρίως στη μειωμένη εκπαιδευτική επάρκεια, στην άγνοια των ενδεδειγμένων χειρισμών και προσεγγίσεων, αλλά και στις προσωπικές θρησκευτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις και αντιλήψεις τους. Επιπρόσθετα, οι ανησυχίες για πιθανές αντιδράσεις από τους γονείς/κηδεμόνες, τους/τις Διευθυντές/τριες, από τους/τις μαθητές/τριες αλλά και από άλλους/ες συνάδελφους/ισσες φαίνεται να είναι σημαντικοί ανασταλτικοί ατομικοί παράγοντες της ενίσχυσης της ετοιμότητας των εκπαιδευτικών. Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών φαίνεται επίσης να επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών να διδάσκουν και να διαχειρίζονται θέματα ΠΣΔ. Περαιτέρω, εξίσου σημαντικός παράγοντας ο οποίος φαίνεται να ενισχύει την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών είναι η συνεχής στοχευμένη και ουσιαστική επιμόρφωση, η οποία θα τους προσφέρει τα απαραίτητα εφόδια και δεξιότητες ώστε να μπορούν να διδάξουν και να διαχειριστούν τα θέματα της ΠΣΔ. Τα πορίσματα της έρευνας μπορούν να δώσουν ενδεχομένως κατευθύνσεις που σχετίζονται με τη βελτίωση της επαγγελματικής κατάρτισης και της εκπαιδευτικής ετοιμότητας των εκπαιδευτικών που ασχολούνται με τη διδασκαλία της ΠΣΔ. - Publication«Διερευνώντας τις αναστοχαστικές δεξιότητες των υποψήφιων νηπιαγωγών: Ένα παρεμβατικό πρόγραμμα για τα Μαθηματικά στο πλαίσιο της σχολικής εμπειρίας»(Σχολή Επιστημών της Αγωγής, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών : Διδακτορικό Πρόγραμμα Σπουδών Επιστήμες της Αγωγής, 2022-11-29)
;Ευσταθιάδου, ΜαριάνναΚαχριμάνη - Παπαδημήτρη, ΧρυστάλλαΟ κύριος σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο μπορούν να υποστηριχθούν οι υποψήφιες νηπιαγωγοί – φοιτήτριες, στη μετάβαση από το ρόλο τους ως μανθάνουσες, στο ρόλο τους ως εκπαιδευτικοί, στο γνωστικό αντικείμενο των μαθηματικών, ενισχύοντας τον αναστοχασμό τους. Η διερεύνηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών Πρώτης Αγωγής και Εκπαίδευσης (για υποψήφιες νηπιαγωγούς), του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και πιο συγκεκριμένα στο πλαίσιο του προγράμματος της Σχολικής Εμπειρίας. Στο πρόγραμμα σπουδών, εντοπίστηκε δυσκολία ως προς τη μεταφορά των θεωρητικών πλαισίων και των βιωματικών εμπειριών που αποκτούν οι φοιτήτριες στο πλαίσιο των μαθημάτων που παρακολουθούν στο Πανεπιστήμιο, στην πράξη, όταν στο πλαίσιο της σχολικής εμπειρίας κληθούν να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν δραστηριότητες σε παιδιά μέσα σε πραγματικά περιβάλλοντα μάθησης. Για την ακρίβεια, συγκρίνοντας μεταξύ (i) του θεωρητικού υποβάθρου που «αποκτούν» και των «κονστρουκτιβιστικών» προσεγγίσεων που βιώνουν στο Πανεπιστήμιο και (ii) των άμεσων εμπειριών που αποκτούν μέσα από τις επισκέψεις τους σε πραγματικά περιβάλλοντα μάθησης παρακολουθώντας εν ενεργεία νηπιαγωγούς, φαίνεται να υπερισχύει το δεύτερο. Ως αποτέλεσμα, όταν στο πλαίσιο της Σχολικής Εμπειρίας, έρθει η στιγμή να εφαρμόσουν οι ίδιες δραστηριότητες, «αναπαραγάγουν» πρακτικές και προσεγγίσεις που είδαν να γίνονται μέσα στο περιβάλλον του σχολείου, «ακυρώνοντας» έτσι όσα τους προσφέρονται από το Πρόγραμμα Σπουδών. Με στόχο τη γεφύρωση αυτού του κενού και με βάση την έμφαση που δίνεται στη βιβλιογραφία στον αναστοχασμό, ως αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των μελλοντικών εκπαιδευτικών, σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα παρέμβασης, κατά τη διάρκεια του Προγράμματος της Σχολικής Εμπειρίας. Σε αυτό το πρόγραμμα διερευνήθηκε η υφή της μάθησης και οι θεματικές που προέκυψαν στους αναστοχασμούς μιας ομάδας επτά (7) υποψήφιων νηπιαγωγών – φοιτητριών, σε σχέση με την προσέγγιση της διδασκαλίας των μαθηματικών στο νηπιαγωγείο. Η παρέμβαση χωρίστηκε σε τρεις (3) φάσεις και αφορούσε τη βιωματική εμπειρία μιας μαθηματικής δραστηριότητας ειδικά σχεδιασμένη για ενήλικες, βασισμένη σε «κονστρουκτιβιστικές» προσεγγίσεις μάθησης (Α Φάση), την ανάλυση και διαφοροποίηση της ίδιας δραστηριότητας με σκοπό να μπορεί να εφαρμοστεί με παιδιά (Β Φάση) και τέλος την εφαρμογή της εν λόγω δραστηριότητας με παιδιά ηλικίας 4-6 χρόνων σε πραγματικά περιβάλλοντα μάθησης (Γ Φάση). Μεθοδολογικά, υιοθετήθηκε μια ερμηνευτική προσέγγιση στη μελέτη των εμπειριών της ομάδας των επτά (7) υποψήφιων νηπιαγωγών – φοιτητριών και βασίστηκε στις εμπειρίες αυτές για να αναπτύξουν τον αναστοχασμό τους. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν οι αναστοχασμοί των υποψήφιων νηπιαγωγών – φοιτητριών κατά τη διάρκεια όλων των φάσεων του παρεμβατικού προγράμματος, ii) οι οπτικογραφήσεις των συναντήσεων στη Β και Γ φάση του παρεμβατικού προγράμματος και iii) ημι-δομημένες συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν μετά την ολοκλήρωση του παρεμβατικού προγράμματος. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν σημαντικά στοιχεία για την εκπαίδευση των υποψήφιων νηπιαγωγών - φοιτητριών σε ένα προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι η στοχευμένη παρέμβαση υποστήριξε τον αναστοχασμό των υποψήφιων νηπιαγωγών – φοιτητριών. Παράλληλα, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που αναδεικνύουν τη μετατόπιση των πεποιθήσεων τους ως προς το τι σημαίνει «κάνω» μαθηματικά. - PublicationΔιερεύνηση των βιωμάτων και της διαχείρισης της ακαδημαϊκής ταυτότητας και ταυτότητας αναπηρίας των φοιτητών ή φοιτητριών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, στα ιδρύματα Ανώτατης εκπαίδευσης στην Κύπρο: Κριτική Ανάλυση Λόγου(Σχολή Επιστημών της Αγωγής, Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών : Τμήμα Επιστημών της Αγωγής : Πρόγραμμα Σπουδών Διδακτορικό Πρόγραμμα «Επιστήμες της Αγωγής», 2022-12-07)
;Χρυσοστόμου, ΆντριαΛιασίδου, ΑναστασίαΗ μελέτη αυτή εξέτασε την αμφίδρομη επιρροή ανάμεσα στα βιώματα και την διαμόρφωση και διαχείριση των ταυτοτήτων για τους φοιτητές/ φοιτήτριες με αναπηρία. Είχε στόχο να περιγράψει τις εμπειρίες, τη διαμόρφωση ταυτοτήτων και την διαχείριση της πτυχής της ταυτότητας «φοιτητής/φοιτήτρια με αναπηρία» των φοιτητών/φοιτητριών με αναπηρία στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η ανάλυση έγινε με τη χρήση κριτικής ανάλυσης λόγου για το λόγο 17 συμμετεχόντων φοιτητών/φοιτητριών με αναπηρία που φοιτούν στα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης στην Κύπρο. Μέσα από το επίπεδο ανάλυσης της περιγραφής εντοπίστηκαν εννιά σημαντικοί παράγοντες με υποκατηγορίες που επηρεάζουν τόσο τις εμπειρίες των συμμετεχόντων, όσο και τις πτυχές ταυτοτήτων που διαμορφώνονται αλλά και τη διαχείριση της πτυχής της ταυτότητας «φοιτητής/φοιτήτρια με αναπηρία» εκ μέρους τους. Μέσα από το επίπεδο ερμηνείας παρατηρήθηκε μια ποικιλομορφία βιωμάτων, πτυχών ταυτοτήτων και τρόπου διαχείρισης της ταυτότητάς τους ως «φοιτητές/φοιτήτριες με αναπηρία», και μπορούν να χωριστούν σε θετικά, αρνητικά και ουδέτερα, αρνητικές, θετικές και ουδέτερες πτυχές ταυτοτήτων και διαχείριση της πτυχής της ταυτότητάς τους ως «φοιτητές/φοιτήτριες με αναπηρία» που οδηγούσε σε θετικά, αρνητικά και ουδέτερα βιώματα και πτυχές ταυτοτήτων ταυτόχρονα. Μέσα από το επίπεδο της εξήγησης φάνηκε ότι η αλληλεπίδραση των ιδεολογιών των συμμετεχόντων με τις ιδεολογίες στην εποχή και τις ιδεολογίες στην πολιτική που βιώνουν, οδηγεί σε αποκαταστατικές, αναπηροποιητικές και ενδυναμωτικές εμπειρίες, σε εξαρτώμενες, παθητικοποιημένες ή στιγματιστικές και ακτιβιστικές ή ενεργητικοποιητικές πτυχές ταυτοτήτων και σε διαχείριση της πτυχής «φοιτητής/φοιτήτρια με αναπηρία» με την απόκρυψη, αποκάλυψη και κατά περίπτωση αποκάλυψη της αναπηρίας τους. Τέλος φάνηκε ότι η αλληλεπίδραση των εμπειριών και των ταυτοτήτων εκφράζεται από κάποιες ενδεχόμενες δράσεις οι οποίες μπορεί να επιτελούνται από τους φοιτητές/φοιτήτριες με αναπηρία και οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία θετικότερων βιωμάτων για τους φοιτητές/ φοιτήτριες με αναπηρία αλλά και στη διαμόρφωση, διαχείριση και αναγνώριση θετικών και ενδυναμωτικών ταυτοτήτων από αυτούς στο πλαίσιο των σπουδών τους. Προτείνεται η εστίαση μελλοντικών ερευνών στη διερεύνηση των δεξιότητών του αυτοκαθορισμού, αυτορρύθμισης και αυτουποστήριξης και στη απόκτηση και χρήση τους από τους φοιτητές/φοιτήτριες με αναπηρία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού η υφιστάμενη έρευνα δείχνει τη σημαντικότητά τους στη δημιουργία αυτών των θετικότερων βιωμάτων και ενδυναμωτικών ταυτοτήτων . - Publication«Ψυχική Ανθεκτικότητα Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ελλάδας και Πρακτικές Υποστήριξης/ Ένταξης Μαθητών/τριων με Προβλήματα Συμπεριφοράς: Ποσοτική – Ποιοτική Προσέγγιση Απόψεων Εκπαιδευτικών»(Σχολή Επιστημών της Αγωγής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, 2023-11-07)
;Βογιατζή, Χριστίνα- Αιμιλία ;Kourkoutas, Elias; ;Vogiazanos, Paris ;Tsakiri, MariaKourea, LefkiΣτόχος της διδακτορικής διατριβής αποτέλεσε η διερεύνηση της Ψυχικής Ανθεκτικότητας (ΨΑ) των εκπαιδευτικών και η συσχέτιση της με τις ενταξιακές στάσεις τους και την αίσθηση αποτελεσματικότητάς τους σε πρακτικές ένταξης για εφήβους μαθητές με προβλήματα συμπεριφοράς (ΠΣ). Για την προσέγγιση του ερευνητικού στόχου πραγματοποιήθηκε έρευνα σε δύο επιμέρους φάσεις. Η πρώτη, η οποία αποτέλεσε την κύρια φάση της διατριβής, πραγματοποιήθηκε με ερωτηματολόγιο που απαντήθηκε από 467 εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εστιάζει στα επίπεδα της ΨΑ των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τη σύνδεσή τους με τα δημογραφικά στοιχεία τους καθώς και τις στάσεις, τις ανησυχίες και την αποτελεσματικότητα τους σε πρακτικές για την ένταξη εφήβων μαθητών με ΠΣ. Διενεργώντας, στη δεύτερη φάση, μια ποιοτική μελέτη με ημιδομημένες συνεντεύξεις σε 10 εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επιδιώχθηκε η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τη μορφή των ΠΣ που συναντούν οι εκπαιδευτικοί στους εφήβους μαθητές τους, τους παράγοντες επικινδυνότητας για την εμφάνισής τους αλλά και τις δυσκολίες και τα συναισθήματα που αναπτύσσουν καθώς και τις πρακτικές που εφαρμόζουν κατά την διαχείριση των ΠΣ και την προσπάθεια ένταξής των μαθητών που τα εκδηλώνουν. Πρώτο κύριο εύρημα της μελέτης αποτέλεσαν τα υψηλά επίπεδα ΨΑ τα οποία σημείωσαν οι συμμετέχοντες τόσο για το σύνολό της όσο και για τις συνιστώσες της. Επιπλέον, στατιστικά σημαντικές διαφορές σημειώθηκαν για την συνολική ΨΑ των εκπαιδευτικών ή ορισμένες συνιστώσες της ως προς το φύλο, τα έτη υπηρεσίας, το επίπεδο σπουδών και το λύκειο βασικής τοποθέτησής τους. Έπειτα, στις βασικότερες μορφές ΠΣ που εκδηλώνονται από τους εφήβους μαθητές αναφέρθηκαν οι εξής: έλλειψη σεβασμού, άρνηση συνεργασίας και αντιδραστικότητα προς τους εκπαιδευτικούς, απαξίωση για την εκπαιδευτική διαδικασία, επιθετικότητα, υποτιμητικά πειράγματα στους συμμαθητές τους με σκοπό τη γελιοποίηση, τον εκφοβισμό και την επιβολή σε αυτούς, έλλειψη ψυχοκοινωνικών και λεκτικών δεξιοτήτων, χρήση πολλών άσχημων λέξεων στον χώρο του σχολείου, αδυναμία στον έλεγχο αρνητικών συναισθημάτων, σχολική εγκατάλειψη, ανώριμες μορφές σκέψεις και έλλειψη προοπτικής για το μέλλον. Ακόμη, οι παράγοντες επικινδυνότητας στους οποίους έδωσαν βαρύτητα οι συμμετέχοντες ήταν ατομικοί ή οικογενειακοί. Επιπλέον, φάνηκε ότι οι στάσεις και ανησυχίες των εκπαιδευτικών για την ένταξη εφήβων μαθητών με ΠΣ είναι αρκετά θετικές και συσχετίζονται θετικά και στατιστικώς σημαντικά με τα κίνητρά τους στο σχολείο. Επίσης, οι συμμετέχοντες ανησυχούν για το αρνητικό κλίμα που προκαλείται μέσα στην τάξη από τα προβλήματα συμπεριφοράς, τη μείωση της απόδοσής τους κατά την εμφάνιση αυτών των συμπεριφορών και τα αρνητικά συναισθήματα που τους αναπτύσσονται από αυτές. Στους ανασταλτικούς παράγοντες για την ένταξη των μαθητών που παρουσιάζουν συμπεριφορικά προβλήματα ανέφεραν τη δομή και λειτουργία του σχολείου και τις δυσκολίες συνεργασίας με τους συναδέλφους, τους γονείς και τους ειδικούς. Επιπροσθέτως, οι εκπαιδευτικοί σημείωσαν υψηλά επίπεδα αποτελεσματικότητας σε ενταξιακές πρακτικές για μαθητές με ΠΣ τα οποία συνδέονται θετικά και στατιστικώς σημαντικά με την ΨΑ και όλες τις συνιστώσες της. Μάλιστα, οι αποτελεσματικότερες πρακτικές στις οποίες συγκλίνουν οι δύο φάσεις της έρευνας είναι η εξατομικευμένη προσέγγιση και η προαγωγή της συνεργασίας με συναδέλφους, γονείς και ειδικούς. Τέλος, έμφαση δόθηκε στο ζήτημα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στα ΠΣ. Αποδείχθηκε ότι οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι είχαν επιμορφωθεί είχαν υψηλότερη ΨΑ, θετικότερες ενταξιακές στάσεις και μεγαλύτερη αίσθηση αποτελεσματικότητας σε πρακτικές ένταξης σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν παρακολουθήσει κάποια επιμόρφωση. Κλείνοντας, ανέφεραν αρκετές αιτίες εξαιτίας των οποίων δεν επιμορφώνονται και για το λόγο αυτό πρότειναν την διεξαγωγή επιμορφωτικών προγραμμάτων με κίνητρα για τους ίδιους, οργανωμένα από την πολιτεία σε κενό σχολικό χρόνο τα οποία είναι στοχευμένα στις ανάγκες τους. Βάση των αποτελεσμάτων της μελέτης προτείνεται η υποστήριξη των εκπαιδευτικών στοχεύοντας στην ενίσχυση της ΨΑ τους μέσω της εκπαίδευσής τους σε μια σειρά πρακτικών διαχείρισης ή επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων τα οποία προτάσσουν ως βασικά. Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να οδηγηθούν σε θετικότερες στάσεις προς την ένταξη, καθώς και στην αποτελεσματικότερη εφαρμογή ενταξιακών πρακτικών για μαθητές με ΠΣ. Τα ευρήματα της μελέτης δύναται να αξιοποιηθούν στον σχεδιασμό επιμορφωτικών και παρεμβατικών προγραμμάτων για την ενίσχυση της ΨΑ των εκπαιδευτικών. - PublicationA Constructivist Grounded Theory on Education Policy and the Implications on the Formation of National Identity and the Political Concept of Cyprus(School of Humanities : Department of Social and Education Sciences Department of Education Sciences, 2023-11-12)
;Maki, ChristianaThis knowledge-oriented research in education aims to construct a Constructivist Grounded Theory (CGT) to theoretically best account for education policy discourse in the formation of the national identity and political concept of Cyprus from 2000 to 2018. This is a relatively unexplored period with the succession of four different governments with different ideological backgrounds and approaches to national identity during which significant political developments related to the Cyprus problem took place. I have applied CGT as the primary methodology and end product of this research with the support of the analytical dimensions of the Discourse Historical Approach (DHA) to critically explore the ways in which Greek Cypriot education policy actors exercise nationalism and attempt to construct national identity and the political concept of Cyprus. Using a top-down approach, I applied CGT fundamentals, defined by Kathy Charmaz, and aspects of DHA to the commemorative messages of education ministers from 2000 to 2018. The latter was supported by elite interviews with key education policy actors and other archival data. Within the political left-right spectrum, the ministerial commemorative messages of each government of the Republic of Cyprus (RoC) from 2000 to 2018 project specific policy positions in relation to the past, current status, and aspirations for Cyprus. The data analysis color the political context in which the schools operate and, more importantly, reveals the themes, discourse, and macro-strategies employed as an attempt to maintain, construct, justify, or dismantle national identity. In comparatively examining the data, this thesis concludes that governments and education policy actors occupy a powerful position in the socio-political construction and (re)construction of the discourses, concepts, and meanings of identity over time. The findings indicate that different identities are discursively constructed depending on the ideological and political premises of the respective government, the developments of the Cyprus Problem, and the vision of Cyprus. The significance of this study lies in the fact that it offers new theoretical insights into nationalism in the RoC between 2000 to 2018, not only on why nationalism emerges, but also on how nationalism functions over time through four successive governments, under what conditions a nation or a community is projected and mobilised, and how national identity is constructed through education policy discourse in the contemporary setting of time-space compression. In a data-driven manner, I also argue that nationalism is territorial and that, on this basis, the governments of the RoC seek to (re)produce territoriality, a continuing attachment to a particular land, by targeting the negotiation of symbolic national boundaries, spatial reconfiguration and national belonging in education policy. Special emphasis is placed on the ideological and political process of (re) producing the national land, be it the 'motherland' or the 'homeland' or even the 'special homeland'. In view of this, the construction of the inclusive 'us' and the exclusive ‘other' is also defined in territorial terms. Outputs from this study Maki, Ch. (2022), Territoriality in Education Policy. The Greek Cypriots and the Discursive Construction of National Identity, Proceedings of the 5th International Academic Conference on Teaching, Learning and Education, Athens, Greece.